Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

"Ο ΘΕΙΟ ΚΩΤΣΟ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ"-ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ



Ο θείος –Κώτσο της Θράκης
Του Θανάση Μουσόπουλου

Πρόλογος –  Η ασχολία μου με το Βάρναλη,
Γιατί ‘θείο –Κώτσο’;

1.                  Η Τέχνη του Λόγου στη Θράκη
2.                  Ζωή και έργο του Κώστα Βάρναλη
3.                  Ο Κώστας Βάρναλης και η Θράκη
4.                  Η Σάτιρα στη Θράκη και ο Σατιρικός Βάρναλης

Επίλογος –Πόσο επίκαιρος είναι ο Κώστας Βάρναλης;


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με τον Κώστα Βάρναλη ασχολούμαι συστηματικά εδώ και τριάντα χρόνια.
Μετά την μεταπολίτευση άρχισα να συγκεντρώνω στοιχεία για τη Θρακική Λογοτεχνία, στην οποία βέβαια κυρίαρχο ρόλο παίζουν ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Κώστας Βάρναλης. Το 1984 ήταν τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Βάρναλη. Μια σειρά εκδηλώσεων οργανώθηκαν και με τη δική μου προτροπή και πρωτοβουλία στην Ξάνθη και στη Θράκη γενικότερα, όπου μίλησα σχετικά με το πρωτοποριακό έργο του βορειοθρακιώτη δημιουργού.
Το 1984 στα «Θρακικά Χρονικά», τευχότομος 39, που εξέδιδε στην Ξάνθη ο αξέχαστος Στέφανος Ιωαννίδης με τη δική μου φιλολογική επιμέλεια, δημοσιεύθηκαν οι εργασίες μας ‘Αναμνήσεις του Κώστα Βάρναλη από τη Θράκη’ και ‘Μικρή Συμβολή στη Βιβλιογραφία του Κώστα Βάρναλη’.
Την ίδια χρονιά δημοσίευσα σειρά άρθρων στην εφημερίδα της Ξάνθης «Αγώνας», πραγματοποίησα εκπομπές από το Ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΑ Κομοτηνής, ενώ δημοσίευσα τα σχετικά κείμενα στο περιοδικό του φίλου Βασίλη Τζανακάρη «Γιατί» των Σερρών. Το 1985 στο βιβλίο μου «Η Γη της Θράκης» στις εκδόσεις Εκλογή της Κομοτηνής υπάρχει κεφάλαιο για το έργο του Κώστα Βάρναλη, ενώ τον επόμενο χρόνο δημοσιεύθηκε το βιβλίο μου «Κώστας Βάρναλης –Ο κλασικός της Ρωμιοσύνης»,  σελ. 109, στις εκδόσεις Θουκυδίδης, Αθήνα, 1986. Το 1990 στον τευχότομο 44 του περιοδικού «Θρακικά Χρονικά» δημοσιεύθηκε η εργασία μας ‘Θρακιώτες αισθητικοί’, που αναφέρεται και στον Κώστα Βάρναλη. Το 1996 με την ευκαιρία των εκατό χρόνων του Γεωργίου Βιζυηνού στην εργασία μας ία μας ‘… μα την ιδέαν της τέχνης την θυμούμαι’, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εξώπολις» της Αλεξανδρούπολης σύγκρινα τη ζωή και το έργο των δύο κυρίαρχων της Θρακικής Λογοτεχνίας, Βιζυηνού και Βάρναλη. Το 1998, πριν από δέκα χρόνια, στο περιοδικό της Ξάνθης «Φοροτεχνική και Θρακική Προσέγγιση»  στο τεύχος 51-52 δημοσιεύτηκε η εργασία μας ‘Κώστας Βάρναλης εκ Βορείου Θράκης’, που αποτελούσε μια πολύπλευρη σύγχρονη προσέγγιση του βαρναλικού έργου.
Το 2004 με την ευκαιρία των τριάντα χρόνων από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη και των εκατόν είκοσι από την γέννησή του κατά τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης στην Ξάνθη μίλησα για το έργο του. Επίσης την ίδια χρονιά επέλεξα και συγκέντρωσα παλιές και νεότερες μελέτες μου που συγκρότησαν τον τόμο ‘Ο Κώστας Βάρναλης Σήμερα’, που εξέδωσα σε φωτοτυπική ανατύπωση.
Όπως γίνεται κατανοητό η ενασχόλησή μου με το Βάρναλη είναι διαρκής. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι στη δεκαετία που παρήλθε από το τελευταίο μας άρθρο, 1998-2008, πολύ λίγα πράγματα έγιναν για την προσέγγιση των νεοελλήνων στο βαρναλικό έργο.
Υπάρχει, βέβαια, από τις εκδόσεις ‘Κέδρος’ επανέκδοση των έργων του Βάρναλη και, όπως διαβάζουμε στο περιεκτικό άρθρο του Αλέξη Ζήρα στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη, 2007, διαπιστώνουμε ενδιαφέρον για το έργο του Βάρναλη, ενώ το πιο σημαντικό έργο που δημοσιεύθηκε στη δεκαετία 1998 -2008 είναι το βιβλίο του Γιάννη Δάλλα «Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου – Η ‘μαϊμού’ στα κείμενα του Βάρναλη», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003. Υπάρχουν κάποιες εργασίες σε περιοδικά για το έργο του Βάρναλη, αλλά γενικά θα λέγαμε ότι οι ‘κλασικοί της ρωμιοσύνης’ είναι στα …. Αζήτητα.
Θεωρώ πολύ σημαντικό που ο «Βορέας» φιλοξενεί αυτό το πολυσέλιδο αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη, το θείο –Κώτσο της Θράκης, όπως τον αποκαλώ –θα δούμε στη συνέχεια το γιατί. Για μένα, δεν είναι μόνο χρέος απέναντι σε έναν μεγάλο πρόγονό μας. είναι κύρια οφειλή στο μέλλον των παιδιών μας, στο μέλλον της Θράκης, και βέβαια στο αύριο του ελληνικού λόγου και συνολικά του ελληνισμού.

*

Δυο ανίψια του Βάρναλη θα εξηγήσουν, τον λόγο για τον οποίο τον αποκάλεσα ‘θείο –Κώτσο της Θράκης’. Ας τους δώσουμε το λόγο.


Ο Κώστας Θρακιώτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Θαλή Προδρόμου, 1909-1994) στο Αφιέρωμα του περιοδικού “Αιολικά Γράμματα” (τ.25, Γεν.-Φλεβ. 1975) σε σχετικό άρθρο του αναφέρει “Μερικές αναμνήσεις απ’ τον ˝θειό μου˝ τον Κώστα Βάρναλη”, σελ. 21-24. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει αρκετά βιογραφικά στοιχεία, εμείς απομονώνουμε οικογενειακές λεπτομέρειες που δείχνουν γιατί ο Βάρναλης ήταν θείος του Κ. Θρακιώτη.
Για την ιστορία, που μπορεί ίσως να ενδιαφέρει τους βιογράφους, του, θ’ αναφέρω εδώ ένα μικρό οικογενειακό του σημείωμα, που μου το έδωσε η εξαδέλφη του Κλειώ Ταζεδάκη, το γένος Εξάρχου: Ο Κώστας Βάρναλης ήταν ο τελευταίος γιος της Ελισσάβετ και του Γιάννη Βάρναλη. Είχε τέσσερα άλλα αδέλφια. Α) τον Παναγιώτη, εμπορευόμενο, που υπήρξε δήμαρχος Σωζούπολης και Πύργου, β) τον Μιχάλη, Διευθυντή Εμπορικής Τράπεζας στη Βουλγαρία, γ) την Μαριγώ, που ατύχησε στο γάμο της και δ) την Ευτυχία Βαφειάδη.
Σήμερα απ’ ό,τι ξέρω δεν ζει κανένας απ’ την οικογένειά του. Απ’  τους απογόνους γνωρίζω δυστυχώς, μόνο τα δυό εγγόνια του αδελφού του και θείου μου Παναγιώτη, παιδιά του γιού του Λευτέρη, τον Σπύρο και τη Σμαράγδα, που ζουν σήμερα στον Πύργο Βουλγαρίας και είναι στη χρυσή ηλικία των 18-20 χρονώ. Αυτά τ’ ανεψάκια μου τα γνώρισα στα 1965, όταν πήγα στο Φεστιβάλ των Ποιητών της Βουλγαρίας κι έκανα το προσκύνημα στο πατρικό μου σπίτι στη Σωζούπολη. Αλλά εκείνο το σπίτι τώρα είναι πασίγνωστο στη μικρή και πρόσχαρη εκείνη πολιτεία της Μαύρης Θάλασσας, σαν «σπίτι του Βάρναλη» κι ας ήταν κάποτε του Θοδόση Προδρόμου, του πατέρα μου, που το άφησε προικιό στην αδελφή του Σμαράγδα Βάρναλη, το γένος Προδρόμου…

Ο Πέτρος Μανταίος σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (5 Ιουλίου 1997 μας συστήνει έναν ακόμη ανεψιό του Βάρναλη, το Δημήτρη Κοβάτσεφ που ζει στη Βάρνα. Διαβάζουμε ένα απόσπασμα αυτού του ενδιαφέροντος δημοσιεύματος.

«Η Βάρνα, πριν το 1880, δηλαδή πριν ελευθερωθεί η Βουλγαρία από τους Τούρκους, ήταν σχεδόν ελληνική πόλη, με λίγους Αρμένιους, Εβραίους και Τούρκους. Με την απελευθέρωση άρχισε να έρχεται κόσμος απ’  όλη τη Βουλγαρία και έγινε βουλγαρική. Σήμερα, οι ελληνικής καταγωγής Βαρνιώτες είναι μια μικρή κοινότητα –δεν ξεπερνά τα 3.000 άτομα- που συνεχώς μειώνεται. Επειδή, όμως, είμαστε λίγοι, γι’ αυτό είμαστε και οργανωμένοι».
«Ε, δεν μιλάω και τόσο καλά τα ελληνικά! Κάνω λάθη, ιδίως στη γραμματική. Η ελληνική που μιλάμε εμείς είναι πολύ παλιά. Είχε ζήσει δικιά της ζωή, μακριά από τη γλώσσα της άλλης Ελλάδας. Μιλάμε γλώσσα των Ελλήνων της παραλίας του Ευξείνου που έζησαν εκεί αιώνες· μια γλώσσα απομακρυσμένη από την πατρίδα. Πως την έμαθα; Δίπλα στη γιαγιά μου. Τ’  αγγονάκια ήταν γύρω γύρω κι άκουγαν. Ήταν τέτοια εποχή που οι γιαγιάδες βοηθούσαν κι όποιος ήταν στην ηλικία να μάθει, έμαθε… Η γιαγιά μου, Ευτυχία Βάρναλη-Βαφειάδου, ήταν αδελφή του Κώστα Βάρναλη· του θείου-Κώτσο, όπως τον λέγαμε στα βουλγάρικα».
Ο Δημήτρης Κοβάτσεφ πρωτόθρε στην Αθήνα, πρωτοετής φοιτητής το ’63, με πρόσκληση του «θείου –Κώτσο». Έμεινε στο σπίτι του, στο Παγκράτι. Θυμάται τη ζωηράδα του: «Κολυμπούσαμε μαζί στο Καλαμάκι και παραβγαίναμε στις βουτιές. ″Εσύ, νεαρέ, θα με χτυπήσεις! Εγώ δεν μπορώ;″, μου έλεγε και έκανε ό,τι έκανα!». Ο Βάρναλης ήταν τότε γεμάτα 80. Γεννήθηκε στον Πύργο το 1883, έβγαλε το Γυμνάσιο της Βάρνας κι έφυγε για την Αθήνα το 1903. «Στη Βουλγαρία δεν ξαναγύρισε. Μας βοηθούσε όμως, όπως μπορούσε, με λεφτά και ό,τι άλλο. Μας έστελνε και γράμματα, τακτικά. Κι εμείς του στέλναμε τίλιο της πατρίδας που του άρεσε πολύ».


Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ

Είναι σημαντικό να μιλούμε για την Τέχνη του λόγου στη Θράκη. Γιατί, δείχνουμε τον αγώνα –και την αγωνία- όλων των κατοίκων της να εκφέρουν έναν λόγο που να τους εκφράζει. Λόγο, άλλοτε απλό και ανεπιτήδευτο, άλλοτε μελετημένο, μετρημένο με κάποιους κανόνες. Ο λόγος του λαού και ο λόγος του τεχνίτη. Αν τον μελετήσουμε, μπορεί να μας πει, να μας δείξει, πολλά. Τη φύτρα και τη ρίζα, την έκταση, τη δύναμη. Μα πιότερο, αυτό που λέμε δυναμική. Και η δυναμική του λόγου της Θράκης, λαϊκού και λόγιου, είναι πολυσήμαντη.
Δυο διευκρινήσεις: λέγοντας Θράκη, εννοούμε τον ενιαίο χώρο της Βόρειας, Ανατολική και Δυτικής. Λέγοντας, εξάλλου, λόγος, εννοούμε όλων των κατοίκων της Θράκης.

Καρδιά του κράτους ήταν η Θράκη στα χρόνια του Βυζαντίου, χίλια ολόκληρα χρόνια. Εδώ γύρω στο 10ο αιώνα βρίσκονται οι ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, λόγιας και λαϊκής.
Τα δημοτικά τραγούδια της Θράκης, όπως το μοιρολόι για την άλωση της Αδριανούπολης, είναι από τα παλιότερα δημοτικά τραγούδια. Όλων των ειδών, συνταιριασμένα με αρχέγονους ρυθμούς και χορούς, δημιουργούνται και διασώζονται στη Θράκη. Παραλογές και μια σειρά δημοτικά τραγούδια των Πομάκων αποδείχνουν τις εθνογενετικές διαδικασίες των ορεσίβιων μουσουλμάνων της Ροδόπης και τη διαχρονική σχέση τους με το θρακικό χώρο και πολιτισμό.
Παραμύθια, αινίγματα, παραδόσεις από τον ενιαίο χώρο της Θράκης ανάγουν το πρόσωπό της στο απώτατο παρελθόν. Έθιμα και θεατρικής υφής δρώμενα, όπου ο λόγος και η δράση συμπλέκονται και συλλειτουργούν, όπως ο Γ. Βιζυηνός για τους Καλόγερους και η Κ. Κακούρη για τα Αναστενάρια ανέδειξαν, δένουν τα μαγικό σκοινί του Διόνυσου, του Βυζαντίου και της σύγχρονης θρακικής λαϊκής ψυχής.

Η γενικότερη κοινωνικό-οικονομική ανάπτυξη της Θράκης το 19ο αιώνα γίνεται αισθητή στη λογοτεχνική παραγωγή επώνυμων δημιουργών. Δύο κολοσσοί του νεοελληνικού λόγου όχι μόνο κατάγονται αλλά και εκφράζουν τη θρακική ψυχή: ο Γεώργιος Βιζυηνός από την Ανατολική Θράκη και ο Κώστας Βάρναλης από την Ανατολική Ρωμυλία- Βόρεια Θράκη. Βιβλία, περιοδικά, πλούσιες εφημερίδες, βιβλιοθήκες στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής δημιουργούν και στηρίζουν την τέχνη του λόγου της Θράκης. «Θρακική Αναγέννηση».

Η Θράκη, και ιδιαίτερα η Κωνσταντινούπολη, τροφοδότησε τη νεοελληνική λογοτεχνία, ανανεώνοντάς τη στη μορφή και στο περιεχόμενο, εδώ και εκατό χρόνια.
Μετά το 1920, κάτω από τις νέες συνθήκες, τις μετακινήσεις πληθυσμών και την ένωση της (νοτιο)δυτικής Θράκης με την Ελλάδα, διαμορφώνεται η τέχνη του λόγου σε δύο επίπεδα: μέσα στο χώρο της ελληνικής Θράκης και από τους Θρακιώτες και Θρακιώτισσες που ζουν έξω από αυτήν, και είναι πάρα πολλοί.
Αναφέρουμε τον Κώστα Θρακιώτη με την πρωτοποριακή ποίησή του στη γενιά του ’30, τον Τριαντάφυλλο Πίττα με τη φανταστική πεζογραφία του, τον πληθωρικό Μενέλαο Λουντέμη, τον ευαίσθητο ποιητή Γ.Ξ. Στογιαννίδη, την Έφη Πλιάτσικα –Πανσελήνου, τη Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου, Αν. Βιστωνίτη, Γιάννη Ξανθούλη, που έζησαν ή ζουν εκτός Θράκης.
Στο χώρο της Θράκης έζησε και δημιούργησε η Κατίνα Βέικου-Σεραμέτη (ποίηση, πεζό, λαογραφία).
Από τους στυλοβάτες της τέχνης του λόγου στη σύγχρονη Θράκη ήταν ο Στέφανος Ιωαννίδης, που εκτός από την ποίηση και πεζογραφία, τις ιστοριογραφικές και λογοτεχνικές μελέτες, έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτιστικά και με το μακρόβιο θρακολογικό περιοδικό «Θρακικά Χρονικά», με λογοτεχνική και άλλη ύλη. Τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Θράκης εκδίδονται τα γενικά και λογοτεχνικά περιοδικά «Ενδοχώρα», «Εξώπολις» (Αλεξανδρούπολη), «Θρακική Επετηρίδα» (Κομοτηνή), «Φοροτεχνική και Θρακική Προσέγγιση» (Ξάνθη), «Βορέας» (Σπήλαιο Τριγώνου).
Αναφέρουμε τα παλιότερα θρακικά περιοδικά που εκδόθηκαν στην Αθήνα «Θρακικά»και «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού» (που ήταν πνευματικό παιδί του σημαντικού πεζογράφου και ερευνητή Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου). Στα 1978 τα δυο περιοδικά συγχωνεύονται σε ένα, με τίτλο «Θρακικά». Το «Θρακικό Κέντρο» που εξέδιδε από το 1928 τα «Θρακικά» στα 1936 κυκλοφόρησε «Ανθολογία Θρακών Ποιητών», με πρόλογο του Αρίστου Καμπάνη, επιμέλεια του Άργη Κόρακα, εισαγωγικά σχόλια και ανθολόγηση ποιημάτων, παλιότερων Θρακών ποιητών (δέκα συνολικά). Το 2007 (από τις εκδόσεις Σπανίδης, Ξάνθη) κυκλοφόρησε «Ανθολογία Ανέκδοτης Ποίησης» (Σύγχρονοι Θράκες ποιητές).
Μέσα στη γενικότερη κρίση και αναζήτηση στη σύγχρονη Θράκη νέοι και νέες ιχνηλατούν τα βήματά τους στο μέλλον με αισιοδοξία. Χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ζώντας μια καθαρά βαλκανική, πολυπολιτισμική πραγματικότητα, είναι βέβαιο πως θα εκφράσουν αυτή την πολυπλοκότητα –και συνάμα απλότητα- στο νέο θρακικό λόγο:
Όπως γράφω σ’  ένα ποίημά μου:
Δώσε το χέρι να γιατρέψουμε την πληγή
να στρώσουμε μαζί
λέξεις αγάπης
να πατήσουν πάνω τα παιδιά μας.
(Θαν. Μουσόπουλου, «Οιακισμοί», 1990)


Κώστας Βάρναλης (1833/4-1974)
Γεννήθηκε το 1833/34 στον Πύργο, μια ωραία και πλούσια πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας /Βόρειας Θράκης. Μετά το δημοτικό φοιτά στα πασίγνωστα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Ο Βάρναλης δεν ήθελε να πάει σχολείο, γιατί προτιμούσε να γίνει ράφτης. Είχαν οικονομικό πρόβλημα, όμως με κληροδότημα του Γεώργιου Ζαρίφη φοιτά δωρεάν, ενώ και τα τέσσερα χρόνια στο γυμνάσιο είναι ο πρώτος μαθητής της τάξης του. αποφοιτά σε ηλικία 18 χρονώ και διορίζεται δάσκαλος στον Πύργο. Ο πατέρας του ήταν από τη Βάρνα (γι’ αυτό πήρε το επώνυμο Βάρναλης). Η Κοινότητα Βάρνας, λοιπόν, του χορηγεί υποτροφία για να σπουδάσει στην Αθήνα, Φιλολογία ή Θεολογία.
Έτσι στα 1903 είναι φοιτητής στη Φιλοσοφική Αθηνών. Τα χρόνια των σπουδών του ήταν γεμάτα ανησυχία, αναταραχή, από τους αγώνες του δημοτικισμού. Ο ίδιος υιοθετεί τις αρχές του δημοτικισμού και το 1904 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Κηρήθρες».
Το 1908 παίρνει το δίπλωμά του και διορίζεται στην Αμαλιάδα, μετά στην Αργαλαστή Πηλίου και κατόπιν στα Μέγαρα. Ως το 1916 επιστρατεύεται δύο φορές, για να πάρει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους.
Το 1917 τον βρίσκουμε καθηγητή στον Πειραιά, ενώ τον ίδιο χρόνο δίνει διάλεξη στον «Παρνασσό» για τον συμπατριώτη του Γεώργιο Βιζυηνό. Το 1919 δημοσιεύεται το πολύστιχο ποίημα «Ο Προσκυνητής». Επίσης παίρνει υποτροφία για το Παρίσι, όπου μετεκπαιδεύεται στη νεοελληνική φιλολογία και αισθητική. Εκεί γνωρίζεται με τον Ψυχάρη και έρχεται σε επαφή με μια άλλη πραγματικότητα. Με την πτώση του Βενιζέλου, ανακαλείται και επιστρέφει στον Πειραιά.
Ήδη είχε μυηθεί στο διαλεκτικό υλισμό. Το 1922 εκδίδει στην Αλεξάνδρεια «Το φως που καίει» (με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας)  και τον επόμενο χρόνο «Ο λαός των μουνούχων». Το 1923 επιστρέφει στο Παρίσι, ενώ το 1924 διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία που διευθύνει ο Δημήτρης Γληνός. Την επόμενη χρονιά εκδίδεται το γνωστό βιβλίο του «Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική», ενώ το 1926 απολύεται οριστικά από το δημόσιο, λόγω των γραπτών του και των πεποιθήσεών του. Φεύγει στο Παρίσι και το 1927 δημοσιεύει τη δεύτερη μεγάλη ποιητική του συλλογή «Σκλάβοι Πολιορκημένοι».
Όταν επιστρέφει από τη Γαλλία, εργάζεται για βιοπορισμό σε λεξικά, εφημερίδες και περιοδικά. Το 1929 παντρεύεται τη Δώρα Μοάτσου, με την οποία ζει ως το τέλος της ζωής του. Ο Βάρναλης ήταν πάντα ακμαίος και είχε αδυναμία στο ποτό και στο γυναικείο φύλο.
Το 1932 εκδίδεται το σημαντικότατο πεζογράφημά του «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», ενώ στα 1935 επισκέπτεται με το Γληνό τη Μόσχα, όπου παρακολουθούν το Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων. Τον ίδιο χρόνο εξορίζεται στον Αη Στράτη και στη Μυτιλήνη.
Στα δύσκολα χρόνια της 4ης Αυγούστου 1936, της Κατοχής και του Εμφυλίου ο Βάρναλης κράτησε με συνέπεια τις ιδέες του. Συνεργάζεται με την Εθνική Αντίσταση γράφοντας σε διάφορα έντυπα.
Το 1939 δημοσιεύεται το «Ζωντανοί άνθρωποι», ενώ το 1946 παρουσιάζει το πεζό «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης». Κατόπιν, το 1950 αρχίζει να δημοσιεύεται το μοναδικό θεατρικό του «Άτταλος ο Γ΄», που ολοκληρώνεται το 1954.
Στα 1956 έχουμε μια εκλογή από το ως τότε ποιητικό του έργο «Τα Ποιητική» από τις εκδόσεις Κέδρος, όπου εκδόθηκαν όλα τα έργα του. Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν οι «Δικτάτορες» (πορτραίτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων), ενώ η εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών γιορτάζει επίσημα τα πενήντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης.
Το 1958 παρουσιάζονται οι δύο τόμοι των μελετών «Αισθητικά -Κριτικά». Την ίδια χρονιά μεταβαίνει στη Μόσχα, όπου του απονέμεται το βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Το 1965, σε ηλικία 82 ετών, εκδίδει την ποιητική συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος». Πεθαίνει στις 16 Δεκεμβρίου 1974, μετά την πτώση της Δικτατορίας, με ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις και ενώ το έργο του είχε αναγνωριστεί.
Το 1975 έχουμε την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Οργή λαού» (ποιήματα της εφταετίας) και το 1980 τα «Φιλολογικά απομνημονεύματα» (σειρά άρθρων αυτοβιογραφικού χαρακτήρα). Ο Βάρναλης επίσης μετέφρασε Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Ξενοφώντα, Σοφοκλή, Κορνήλιο, Μολιέρο, Ρακίνα, Φλωμπέρ κ.ά.
Αξιοπρόσεκτη επίσης είναι η μετάφραση και διασκευή για νέους του «Δον Κιχώτη» του Μιγκέλ Θερβάντες. Το 1985 παρουσιάστηκε η ποιητική συλλογή του 1904 «Πυθμένες» (είναι αυτόγραφη, διασώζεται στο αρχείο του «Ιδρύματος Κωστή Παλαμά» και προτάσσεται επιστολή του νέου Βάρναλη στον καταξιωμένο Παλαμά).
Τα έργα του Βάρναλη κινούνται σε τρεις χώρους: ποίηση, πεζό, κριτικά-αισθητικά. Λυρικός και σατιρικός ποιητής, δυνατός και εύστοχος πεζογράφος, διεισδυτικός και σφαιρικός κριτικός, σ’ όλα τα έργα του υπάρχει η κοινωνική ευαισθησία και ματιά, ενώ συναιρεί το ελληνικό με το οικουμενικό, το λαϊκό με το λόγιο, την παράδοση με την πρωτοπορία.
Στην ποίησή του τομή θεωρείται ο «Προσκυνητής» του 1919, που οδηγεί τη μεταγενέστερη ποίησή του με ένα δραματικό συμβολισμό στην κοινωνική λειτουργία της τέχνης, ως απελευθερωτή του λαού από το στείρο και αντιδιαλεκτικό ιδεαλισμό.
Λυρισμός, δραματικότητα και σάτιρα αποκαλύπτουν τη δύναμη του ποιητικού, αλλά και του πεζού λόγου του Βάρναλη. Ιδιαίτερα, στο κλασσικό κείμενο της νεοελληνικής πεζογραφίας «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», ο συγγραφέας μετουσιώνει το Σωκράτη σε ένα «απόστολο του ιδεαλισμού και μοναχικό κοινωνικό επαναστάτη» (Θ.Ν. Μιχαηλίδη).
Στα κριτικά έργα του ο Βάρναλης εφαρμόζοντας τις ιδεολογικές του αρχές, ξαναδιαβάζει το Σολωμό, την κλασική και νεότερη παράδοσή μας, συντελώντας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας.


Γενικά χαρακτηριστικά Βαρναλικού έργου

Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, ξεκινώντας από μια ακραία γωνιά του ελληνικού πολιτισμού, τη Βόρεια Θράκη, με έντονες τις αναμνήσεις της ωραίας πατρίδας του, με χαρακτήρα ανήσυχο και ζωηρό, με ζωή πάντοτε συνεπή και στρατευμένος στην υπόθεση του λαού, με επαφή απόλυτη με την αρχαιοελληνική και γνήσια νεοελληνική παράδοση, με συναστροφή με τις ευρωπαϊκές αισθητικές και κοινωνικές απόψεις και θεωρίες, είναι ένας γνήσιος νεοέλληνας, ένας κλασικός του νεοελληνικού λόγου στους χώρους της ποίησης, της πεζογραφίας και της κριτικής. Είδε με κάθε δυνατό τρόπο το αισθητικό δημιουργικό φαινόμενο και, όχι μόνο το είδε, αλλά και τη πραγμάτωσε. Ίσως οι μελλοντικοί ιστορικοί και γραμματολόγοι, απαλλαγμένοι από τα επικαιρικά κριτήρια, να δούνε σωστότερα αυτόν τον κλασικό μας κολοσσό της Μαύρης Θάλασσας. Είχε την ατυχία να είναι συνεπής και αγωνιστής. Ίσως μια διατύπωση του Χρίστου Κουλούρη να τα περικλείει όλα «Χωρίς επιτήδευση εμπνέεται από τον ηρωισμό μιας αιώνιας προσπάθειας, τραγουδά την πάλη αυτή για την απόκτηση της οριστικής λευτεριάς».
Δεν είναι απλός σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Είναι η φωνή του λαού και του τόπου του.
Για το Βάρναλη η τέχνη είναι μια αυτόνομη κοινωνική λειτουργία, παράλληλη και όχι επάλληλη με τις άλλες (ηθική, πολιτική, θρησκεία κλπ) για να τις υπηρετεί “Έχει δικές της Επιδιώξεις, που ο βαθμός της πραγμάτωσής τους αποτελεί και κριτήριο για την αξιολόγηση των έργων της”. Η παιδαγωγική αξία της τέχνης είναι τυχαία, κάτι που δεν το επιδιώκει ο καλλιτέχνης. Μιλώντας ο Βάρναλης για το αισθητικό φαινόμενο γενικά ή μέσα από τις συγκεκριμένες δημιουργίες (αρχαίες και νέες) κάνοντας αναγωγές σε γενικές διαπιστώσεις και αισθητικούς κανόνες, αποδείχτηκε και στο χώρο της αισθητικής και της κριτικής ένας καινοτόμος και πρωτοπόρος. Γι’ αυτό το λόγο ίσως επιβάλλεται να τονίσουμε την ανάγκη για έκδοση των κριτικών και αισθητικών του μελετών κωδικοποιημένων, για να είναι στη διάθεση του μελετητή. Ίσως αυτό γίνει  ένα κίνητρο για βαθύτερη και πλατύτερη μελέτη του βαρναλικού έργου, μελέτη που παράλληλα θα βοηθά και στη μελέτη συνειδητοποίηση του νεοελληνικού προσώπου.



Ο Κώστας Βάρναλης και η Θράκη

Στο ποιητικό και πεζό έργο του Βάρναλη συναντούμε άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη Θράκη που τον γέννησε και τον στιγμάτισε. Η μεγάλη θρακική Γη κυοφόρησε τη δημιουργικότητά του.
Στο αφιέρωμα για τα εκατόχρονα του Κώστα Βάρναλη, ο Γιώργος Βαλέτας στα «Αιολικά Γράμματα» (τ.25, 1975), σελ. 117-120, παρουσιάζει πέντε ποιήματα του Βάρναλη, γραμμένα το 1902: «Από την ανέκδοτη συλλογή του «Εσπερινά θάμπη», που μερικά της ποιήματα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ειδήσεις του Αίμου» του 1902».  Τα παρουσιάζει γραμμένα στη Βάρνα, για να δείξει τη σχέση του με τη Βάρνα και να πάρει την υποτροφία (Γ.ΒΑΛ.)». Παραθέτουμε ένα μικρό δείγμα:

ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ
……………
Ημέρα, οι μυρουδιές του μάγου θύμου
Πεθαίνουμε αργά ολόγυρά σου
Μαζί με τους καϋμούς σου, ω! κοίμου, κοίμου
Γίνεται το χορτάρι σα μετάξι
Στο σώμα σου αποκάτου, τα όνειρά σου
Μην, τύχει και ταράξει.

Εκτός από τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» που είναι πραγματικός θησαυρός για τις θρακικές εντυπώσεις του Βάρναλη, φυλλομετρώντας την ποίησή του συναντούμε «θρακικούς στίχους».

Έτσι, ο πρόλογος στη συλλογή Το φως που καίει σίγουρα είναι απόηχος της μαυροθαλασσίτικης εμπειρίας του:
Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
 απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.


Σ’ ένα ποίημά του (από τα Ποιητικά, σελ. 219, Κέδρος, 1956).

ΧΙΝΟΠΩΡΟΣ
………….
Και μπήκε ο ήλιος της αβγής ολάρμενος στο σπίτι
και μπήκε ο μήνας Τρυγητής με τα γλυκά σταφύλια
και με τους σκούρτους, τις μουστιές και με το Βάκχο πρώτο,
με πίπιζες και με χορούς κι ολόγδυτες Βακχίδες
και με σηκώσαν από χάμου ως του βουνού το ψήλος
και πήα μαζί τους όλο πνεύμα ανάερο, φτερουγάτο!
Και που μια τώρα; Ούτε και ξέρω. Σ’ άλλη γης και χρόνο!

σίγουρα είναι γεμάτη θρακικές εμπειρίες η παραπάνω ενότητα.
Και από τα μεταγενέστερα ποιήματά του, στη συλλογή Ελεύθερος Κόσμος (Κέδρος, 1982), σελ. 77, στο ποίημά του Μικρογραφία έχουμε παιδικές αναμνήσεις. Λίγοι στίχοι:
Καλωσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
Δεν άπλωσε κανείς να με χαϊδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ’ αποσπόρι,
με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλεγε κανείς με τ’ όνομά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ: Δεν είσαι παιδί μας!
Σ’ αγοράσαμε από μάβρην κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»
Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη.
(Το ποίημα αυτό, 74 στίχοι, είναι πολύ χαρακτηριστικό για την ψυχολογία του Θρακιώτικου λαού).
Και στη (μεταθανάτια)  ποιητική συλλογή Οργή Λαού (Κέδρος, 1982) έχουμε θρακιώτικες αναμνήσεις, στα ποιήματα Τρεις φίλοι (σελ. 22-23), Αυτονεκρολογία (σελ.30-31).
Από αυτό το ποίημα λίγοι στίχοι:
Με μπουκώναν μωρό «Μεγάλη ιδέα»
κρύβοντας μου τον πιο αιμοβόρο οχτρό μου
να ’μια του ξένου ο πάτος, να μισώ
και να καταφρονώ τα’ ανόσιο πλήθος.

Τα σχολειά μου τα κλείνανε τα μάτια.
Μου τ’ ανοίγαν η ζούγκλα των Ολίγων 
και τα «καταραμένα» τα βιβλία.
Κι ολάνοιχτ’ απομείναν ως το τέλος.

(Το ποίημα αυτό, 13 στροφές τετράστιχες, είναι πολύ χαρακτηριστικό, γράφτηκε το Νοέμβρη του 1968).
Και στα πεζά κείμενά του έχουμε ωραία αποσπάσματα που αναφέρονται στη Θράκη. Ενδεικτικά στον τόμο «Πεζός λόγος» (Κέδρος, 1982)  παραπέμπουμε, στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη σελ. 36, 53, 70-72, στο Ημερολόγιο της Πηνελόπης, σελ. 168, και στο διήγημα ο Κιουλά μπέης (σελ. 253-259).
Μια φράση παραθέτουμε από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης:
«Έλαμπε μέσα στο χαρούμενον ήλιο της Μαύρης Θάλασσας, ανάλαφρο σαν άυλο, σα να μην είτανε ριζωμένο στη γης, παρά κρεμόταν απ’ τον ουράνιο τρούλλο σαν κρουσταλλένιος πολυέλαιος…».

Φιλολογικά Απομνημονεύματα

Ο Κώστας Βάρναλης στο διάστημα 17 Φεβρουαρίου ως τις 11 Αυγούστου 1935 δημοσίευσε μια σειρά κειμένων στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» με τη μορφή επιφυλλίδων. Στα κείμενά του αυτά παρουσιάζονται αυτοβιογραφικά στοιχεία που συνδέονται με την πολιτική και λογοτεχνική ιστορία της χώρας.
Ο Βάρναλης έγραψε αυτά τα κείμενα, γιατί ένιωσε την ανάγκη να συμπληρώσει ή διορθώσει βιογραφικές πληροφορίες, που περιείχε ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Νέοι πρωτοπόροι» (Φεβρουάριος 1935).
Τα κείμενα τούτα συγκεντρώθηκαν και με την επιμέλεια του Κ.Γ. Παπαγεωργίου εκδόθηκαν το 1980 («Κέδρος») με τον τίτλο Φιλολογικά Απομνημονεύματα.
Προτού παρουσιάσουμε το σημαντικό αυτό έργο Θρακογνωσίας, να σημειώσουμε κάτι που παρατηρεί στο εμπεριστατωμένο κείμενο βιβλιοπαρουσίας του ο Δημ. Πλατανίτης (“Διαβάζω”, τ. 47/Νοέμβριος 1981) : “Στα ˝Φ.Α.˝ του ανατέμνονται γεγονότα πολιτικά και κοινωνικά, παγκόσμια και τοπικά, που προκάλεσαν όχι μόνο κοινωνικές εξελίξεις, αλλά και επηρέασαν τη φιλολογική ζωή και χάραξαν νέους δρόμους στη μορφή και το περιεχόμενο της λογοτεχνικής παραγωγής”.


Αναμνήσεις από τη ζωή του στη Β. Θράκη

Ξεκινούμε από την καταγωγή του Κώστα Βάρναλη, τον Πύργο. Μας αναφέρει ένα χαρακτηριστικό συμβάν. Όταν ήταν φοιτητής στη φιλοσοφική της Αθήνας και επρόκειτο να δώσει εξετάσεις στον καθηγητή Παύλο Καρολίδη, του πήγε το βιβλιάριο σπουδών, γράφοντας «Ο φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής Βάρναλης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, εκ Πύργου της Βορείου Θράκης». Παρακάτω παρατηρεί «αντίθετα από το σοφό καθηγητή της ιστορίας, το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των «ιθαγενών» της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! και προσθέτει «άλλο ζήτημα αν ο Πύργος λιγότερο και περισσότερο η Αγχίαλος (Αχελώ), η Σωζούπολις (Ζόπολη) και η Μεσημβρία (Μεσέβρια) ήτανε πόλεις σχεδόν ελληνικές εκκλησίες και με Έλληνα δεσπότη (η Αγχίαλος και ο Πύργος είναι μια επισκοπή) εξαρτημένα από τα Πατριαρχεία της Πόλης, ενώ οι Βούλγαροι σε καμιά απ’ αυτές τις πόλεις δεν είχανε δικό τους δεσπότη»
Ο Βάρναλης στη συνέχεια μας δίνει πληροφορίες που πιστοποιούν τον ελληνικό χαρακτήρα των πόλεων της Βόρειας Θράκης, την οικονομική τους υπεροχή, την πολιτιστική τους παρουσία. Ειδικά για τον Πύργο σημειώνει: «Παρόλο όμως που ήταν ο Πύργος έδρα συντάγματος και παρόλα τα δημόσια καταστήματα του (νομαρχία, δημαρχείο, δικαστήρια, σχολεία κλπ) κατόρθωνε να δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας. Από το λιμάνι ίσαμε την άκρη του κεντρικού δρόμου, η ελληνική γλώσσα ακουγότανε παντού». Για την πολιτιστική ζωή της πόλης σημειώνει: «Οι Έλληνες του Πύργου είχανε δύο λαμπρούς συλλόγους, την «Πρόοδο», φιλεκπαιδευτικό με χορωδία και φανφάρα, με βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο στον κεντρικό δρόμο και την «Ομόνοια» των κυριών, που σκοπός της ήτανε να βοηθάει τους φτωχούς».
Στη συνέχεια μας δίνει πληροφορίες για τους Προξένους και τους επισκόπους του Πύργου, που ήταν οι δύο προσωπικότητες που κυριαρχούσαν. Ανάμεσα στους άλλους προξένους αναφέρει το Λάμπρο Ενυάλη, που ήταν και συγγραφέας, και το γνωστό Ίωνα Δραγούμη. Ο Δραγούμης υπηρέτησε στον Πύργο το 1904. Αναφέρεται ο μητροπολίτης Αγχιάλου και Πύργου Βασίλειος (Γεωργιάδης) που υπηρέτησε εκεί από το 1888 ως το 1906 (από το 1925-29 ήταν Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης). Μας περιγράφει το δεσποτικό και φαναριώτικο πνεύμα του και παραθέτει «ένα εκλογικό επεισόδιο». «Κάποτες γίνονταν εκλογές επιτρόπων της εκκλησίας στο σχολείο… Ο δεσπότης στεκότανε όρθιος πίσω στο τραπέζι, που ήτανε  η κάλπη για να τρομοκρατεί τους εκλογείς. Θυμάμαι, πως τότες μας φώναξε κι εμάς τα μεγαλύτερα παιδιά και μας έδωσε από ένα ψηφοδέλτιο για να ψηφίσουμε κι εμείς! Ελληνικότητα!».
Χαρακτηριστικός τύπος θρακιώτισσας είναι η μητέρα του Βάρναλη, στην οποία αναφέρεται πολλές φορές : «Κοντή, παχουλή, με μάτια πάντα δακρυσμένα (είχε πονόματο), απλή, γνωστική, νοικοκερά, γεμάτη το συναίσθημα του χρέους και της θυσίας για τους άλλους, δεν έζησε ούτε μια στιγμή της ζωής της για τον εαυτό της.
Ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους τραβούσε το μοιραίο της πεσσιμιστικό δρόμο χωρίς να πει ποτές κακό για κανένα και πολύ περισσότερο χωρίς να κάνει κακό». Ο ποιητής αναφέρεται με σεβασμό στη μητέρα του, χωρίς να κρύβει ή να ωραιοποιεί τίποτε. Έτσι έχουμε μια ωραία εικόνα της ζωής και σκέψης της απλής γυναίκας της Βόρειας Θράκης στις αρχές του αιώνα μας. έντονα προβάλλεται η λαϊκή δεισιδαιμονία, ιδιαίτερα μέσα από ένα περιστατικό. Ας το αναφέρουμε, περιληπτικά: Κάποτε, όταν ήταν μικρός, ο Κώστας Βάρναλης αρρώστησε από τύφο, και συνέπεσε μια κότα της αυλής τους να αρχίσει να λαλεί σαν κόκορας. Η μητέρα του το θεώρησε ως «κακόν οιωνό» και ύστερα από συμβολή μιας «ειδικής», την πουλά την κότα σε ένα γειτονικό αρμένικο εστιατόριο, για να αγοράσει με τα χρήματα ένα κερί. Το κακό θα πήγαινε σ’ αυτόν που θα αγόραζε την κότα. Σε δύο μέρες μέσα πέθανε ο εστιάτορας Αρμένης. Η μητέρα του ποιητή τραβούσε τα μαλλιά της, γιατί με την πράξη της σκότωσε τον άνθρωπο! Ο πνευματικός την καθησύχασε, ότι ο θάνατος ήταν μια σύμπτωση, έτσι η μητέρα κοινώνησε… Και παρατηρεί ο ποιητής ότι (στη Μάνα του Χριστού και στους Πόνους της Παναγίας) «προσπάθησα να δώσω και τις δύο φορές όλο το ανθρώπινο βάθος του μητρικού φίλτρου, όπως το νιώθουν οι αληθινές μητέρες, που είναι ικανές να ξεπεράσουνε τα όρια του καλού και του κακού, όταν πρόκειται για το παιδί τους».
Μια σειρά άλλες πληροφορίες που παραθέτει ο Βάρναλης, μας εικονογραφούν την ιδιωτική και κοινωνική ζωή στον Πύργο, γενικότερα τη ζωή στην Ανατολική Ρωμυλία, Βόρεια Θράκη. Για το δεσπότη Πύργου, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, Βασίλειο Γεωργιάδη σημειώνει : «Γιατί ο δεσπότης μας παρόλη την αδάμαστη θέληση,  την εργατικότητα, την πνευματική υπεροχή και την αρετή του ήτανε τρομερά εγωιστής, φιλόδοξος, απολυταρχικός και εκδικητικός άνθρωπος. Σωστός  Φαναριώτης καλόγερος, πεισματάρης και μακιαβελικός, δεν ανεχότανε να έχει κανείς δίπλα του άλλη γνώμη από τη δική του».
Για την εκπαιδευτική κατάσταση έχουμε πολλές αναφορές : «Πριν ακόμα να πάω στο σχολείο, το είχα πάρει από φόβο. Γιατί συχνά άκουγα τη μητέρα μου να λέει:
-Πότε θα τόνε στείλω στο σχολειό να ησυχάσω!». Κατόπι μιλά για τις πρώτες του εμπειρίες στο σχολείο, ιδιαίτερα όταν με δεμένα τα χέρια κάθονταν όλα τα παιδάκια ακίνητα. «Αυτό το μαρτύριο της ακινησίας με τα δεμένα χέρια και το κεφάλι κάτου βάσταξε δύο ολάκερες ώρες». Αυτά σε ηλικία πέντε χρονών. «Τον άλλο χρόνο, που με δεχτήκανε σε αγορίστικο σχολειό, οι πρώτοι μου φόβοι είχανε μεταβληθεί σε μίσος. Οι δάσκαλοι ήταν άγριοι και δέρνανε αλύπητα. Τα μαθήματα γινότανε στην καθαρεύουσα, που δεν την καταλάβαινα. Μα απ’ όλο πιο πολύ μου\κόστιζε η στέρηση της ελευθερίας μου. έβλεπα από το παράθυρο το δρόμο, τον ήλιο, τον ουρανό, τα δέντρα κι έλεγα γιατί να μην είμαι έξω. Τις Κυριακές και τις γιορτάδες δεν ήμουν α περισσότερο λεύτερος. Γιατί πήγαινα στην εκκλησιά να ψέλνω και να κανοναρχώ. Μα ο νους μου έτρεχε στους συμμαθητές μου, που είχανε κινήσει από τα χαράματα με ξόβεργες, δίχτυα, με καφάσια να πιάσουνε καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, σκαθιά…».
Ο Βάρναλης μας πληροφορεί ότι δεν καταλάβαινε μαθηματικά και φυσική και πως ήθελε να φτάσει στις τελευταίες τάξεις για να πέσει «στα χέρια ενός εξαιρετικού δασκάλου, του Περικλή Αγγελίδη, που ήτανε φιλόλογος και διευθυντής των σχολείων, για να γίνω ξεφτέρι και στα μαθηματικά στα αρχαία ελληνικά και να παίζω στα δάχτυλα τη γραμματική με όλους τους κανόνες και τις εξαιρέσεις. Λεπτός, λυγιστός, με τα χρυσά του γυαλιά, είχε μεγάλη όρεξη να μας μάθει γράμματα και πολύ «μεταδοτικό», όπως λέγαμε εμείς τα παιδιά. Πολλά από τα παιδιά της τελευταίας τάξης άμα θα παίρνανε το απολυτήριό τους, θα πηγαίνανε σε ανώτερα σχολεία (στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης ή στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης ή στη Μεγάλη του Γένους Σχολή) κι έπρεπε να μη ρεζιλευτεί η «Αστική Σχολή Πύργου»με τους μαθητές που θα έστελνε.
Σ’ αυτόν τον δάσκαλο χρωστάω και την αγάπη μου για την ποίηση και τη δημοτική γλώσσα. Μας είχε κάνει το μάθημα των νεοελληνικών, το αγαπητότερο απ’ όλα. Κοντά στα καθαρευουσιάνικα κείμενα, μας εξηγούσε και πολλά ποιήματα, στη δημοτική, όπου τα μαθαίναμε αποστήθιση». Και προσθέτει γι’ αυτή την πρώτη του επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία : « Κόσμος ολοφωτεινός και τερπνός, ο κόσμος του συναισθήματος για πρώτη φορά γνώριζε τη δικαίωσή του στα βάθη του είναι μου». Για τα «ιδανικά» της εκπαίδευσης:
«Πατρίς και θρησκεία ήτανε το κυριότερο περιεχόμενο της εκπαίδευσής μας… Ζούσαμε μέσα σ’ έναν αδιάκοπο πατριωτικό παροξυσμό. Είχαμε χάσει το αίσθημα της πραγματικότητας και βλέπαμε τους Βούλγαρους σαν ξένους, σαν σφετεριστές της πατρικής κληρονομίας».
Και μια κλασική διατύπωση για τα εκπαιδευτικά ιδεώδη της εποχής : «Το ξύλο, η καθαρεύουσα και η Μεγάλη Ιδέα μας είχανε κάνει το μυαλό μας κουρκούτι». Και συνεχίζει : «Όπου έβρισκα Τουρκόπουλο, Βουλγαράκι ή Εβραιάκι του χεριού μου, το έπιανα και το έδερνα για να εκδικηθώ τα όσα κακά μας έχουνε κάνει… Μιαν άλλη φορά λίγο έλειψε να σκοτώσω έναν Εβραίο… Γιατί το έκανα αυτό; Για να εκδικηθώ τη σταύρωση του Χριστού! Ο πατριωτικός φανατισμός και η θρησκευτική μισαλλοδοξία, που καλλιέργησε στην ψυχή μου το σχολείο, έφερε πολύ πρόωρα σε μένα τους «ώριμους καρπούς της».
Για τον ατυχή πόλεμο του 1897 και τον αντίκτυπό του στη Βόρεια Θράκη σταχυολογούμε ορισμένα στοιχεία:
«Ο πόλεμος του ’97 ήταν τραγικωμικό ξέσπασμα του πατριωτικού ρομαντισμού του καιρού εκείνου… Κείνες τις μέρες έτυχε να βρίσκεται στον Πύργο ένας ελληνικός θίασος και έδινε παραστάσεις. Τη βραδιά που κηρύχτηκε ο πόλεμος, παιζότανε ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» του Κορομηλά. Ήμουνα στο θέατρο. Η σάλα ήτανε γεμάτη ελληνικές σημαίες και το ακροατήριο τρελάμενο από τον ενθουσιασμό. Όταν στο τέλος της παράστασης όλος ο θίασος βγήκε στη σκηνή με κρητικές βράκες και ντουφέκια και τραγούδησε δυο και τρεις φορές το τραγούδι «Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα κλπ» όλη η σάλα σειότανε από τα χειροκροτήματα και τις ζητοκραυγές. Για όλους μας η Δόξα από τώρα κι έπειτα άνοιγε το φωτεινό της δρόμο στα πεπρωμένα της φυλής!
Σε λίγες μέρες ένα σωρό εθελοντές (ως δυο χιλιάδες) από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας αρχίσανε να μαζεύονται στον Πύργο. Περιμέναμε να έρθουν από το εσωτερικό και οι εθελοντές του Στενημάχου, για να μπαρκάρουμε όλοι μαζί για όπου «η τιμή του Έθνους»τους καλούσε…». Και μετά την αναχώρηση των εθελοντών, η αγωνία των υπόδουλων Ελλήνων μεγαλώνει, παρακολουθώντας τα νέα του πολέμου, ώσπου:
«Οι  Τούρκοι είχανε μπει στη Λάρισα!
Ο πατριωτικός ρομαντισμός δεν εννοούσε να δεχτεί τέτοιες πραγματικότητες.
-Σχέδιο είναι, λέγανε οι γέροι. Κι εγώ ήθελα να πιστεύω πως έτσι είναι :
-Ο Διάδοχος έχει σκοπό να τραβήξει τους Τούρκους στα … στενά των Θερμοπυλών κι εκεί να τους τσακίσει όπως ο … Λεωνίδας τσάκισε τους Πέρσες».
Το 1898 ο Κώστας Βάρναλης τέλειωσε το σχολείο και ήθελε να αποκτήσει πια την ελευθερία του, να μη συνεχίσει το σχολείο. «Καμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου ο κυρ-Νίκος ο Αποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Ηρακλή Αποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω» γιατί «παίρνω τα γράμματα».  Μα λεφτά δεν υπήρχανε. Μας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδελφός που σπούδαζε στην Εμπορική Ακαδημία της Αμβέρσας. Εγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου».
Ο νεαρός Βάρναλης ήταν άτυχος, γιατί «είχανε κενωθεί δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Ζαρίφεια. Ο ιδρυτής των Ζαριφείων, Γεώργιος Ζαρίφης, είχε και δύο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Οικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία». Ο Βάρναλης όμως δε θέλει να μάθει γράμματα. Θέλει να γίνει ράφτης. Αντιστέκεται και γι’ αυτό η επιμονή του αδελφού του μεγαλώνει. Τότε παίρνει τη «μεγάλη απόφαση» να φύγει από το σπίτι. Μετά από μερικές μέρες όμως τον γυρίζουν στο σπίτι με το ζόρι. «Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η πορεία μου προς το … Άγνωστο!». Τελικά, χωρίς καμιά προετοιμασία δίνει εξετάσεις στη Φιλιππούπολη : «Και ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. Η ελπίδα μου ν’ αποτύχω και να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Μοίρα να πραγματοποιηθεί».
Έμεινε τέσσερα χρόνια στα Οικοτροφεία αυτά της Φιλιππούπολης και «ένιωθε βαριά απάνω στην καρδιά»του την πόρτα τους. «Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής της τάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Τι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλους οριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθερος ακαδημαϊκός πολίτης» ήτανε πια αργά.
Τα νεύρα του είχανε χαλάσει».
Για να κλείσουμε αυτόν τον κύκλο που ανοίξαμε, παρακολουθώντας την αφήγηση του Κώστα Βάρναλη, θα σταθούμε σε δύο χαρακτηριστικά σημεία: τον ερχομό του στην Αθήνα και τους διωγμούς των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης, ήδη Βουλγαρίας.
Άμα τέλειωσα τα Ζαρίφεια, παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονών, διορίστηκα δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου με μισθό 600 λέβια το… χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!
Έτσι άρχιζα τη ζωή μου ως «εργάτης του πνεύματος» κι έπρεπε να ’μια περήφανος για τη μεγάλη μου αποστολή στην κοινωνία, ενώ αν γινόμουνα «εργάτης του χεριού»θα ντρόπιαζα και τον εαυτό μου και τους συγγενείς μου! Αυτή ήτανε μη μικροαστική ψυχολογία εκείνου του καιρού». Ήταν όμως … άτυχος, γιατί η κοινότητα Βάρνας θεωρώντας τον «τέκνον»της «επειδής ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος», τον προτείνει να σπουδάσει φιλολογία ή θεολογία από κληροδότημα του «Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά» στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. «Ο δεσπότης μ’ εφοδίασε με συστατικά γράμματα για το Λάμπρο και τον Καζάζη (πρύτανη τότε)  και μου έδωσε την ευκή του» και προσθέτει με αυτοσαρκασμό: «Ο θεολόγος καθηγητής μου κι ο δεσπότη μας, που να ξέρετε πως «όφιν εθέρμαναν! …». Στη συνέχεια περιγράφει το ταξίδι με βαπόρι από τον Πύργο στην Κωνσταντινούπολη «Ήταν η … πρώτη Ελλάδα που αντίκρυζα!». Από την Πόλη πήραν και τον ποιητή Απόστολο Μελαχρινό, η συνάντηση αυτή με το δημοτικιστή ποιητή, νομίζω, παίζει θετικό ρόλο στην εξέλιξη του Βάρναλη. Σημειώνει ο ίδιος : «Ο Μελαχρινός μας απάγγειλε ένα του ποίημα!
Ένιωσα τη γοητεία κάποιας καινούριας αισθαντικότητας. Ένιωσα μαζί και την τεχνική ωριμότητα του παράξενου αυτού ποιητή. Γιατί κι εγώ τότες έγραφα ποιήματα και δημοσίεψα μάλιστα ένα δυο στην εφημερίδα «Ειδήσεις του Αίμου». Ο Βάρναλης μάλιστα του διάβασε του Μελαχρινού τα «πρωτόλειά» του αυτά και ο Απόστολος Μελαχρινός «Από το ύψος της … δοκιμότητάς του μου είπε σε λίγο:
-Πολύ ρομαντικά. Και δεν έχει ατομικότητα. Πρέπει να κοπιάσεις ακόμα πολύ!».
Κάποτε φτάνουν στην Αθήνα. Με πόσο ρομαντισμό, με πόσα όνειρα. Σημειώνει ο Βάρναλης:
«Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, τι απογοήτεψη!
Αυτή λοιπόν είναι η χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας; Σκόνη πηχτή και καβαλίνα μας γέμισε τα μάτια, τα ρουθούνια και τα’ αυτιά… Βρώμα και δυσωσδία, αναρχία και ξεχαρβάλωμα παντού. Η χώρα του αρχαίου μεγαλείου κλπ. ήτανε μονάχα η χώρα του κομματικού παρασιτισμού. Θεσιθηρία, αργομισθία και φόνος!  Όλοι υπεράνω των νόμων. Ένιωθα να γκρεμίζεται ο εσωτερικός μου κόσμος».
Ο Κώστας Βάρναλης δεν ξέκοψε βέβαια την επαφή του με την ιδιαίτερη πατρίδα του. «Κάθε άνοιξη πήγαινα στον Πύργο. Εκεί περνούσα τις διακοπές, όσο να έρθει το χινόπωρο και ξαναγυρίσω στην Αθήνα για την εξακολούθηση των σπουδών μου. έτσι έτυχα εκεί το καλοκαίρι του 1906, που γενήκανε στη Βουλγαρία οι ανθελληνικοί διωγμοί… οργανώθηκε η «αυθόρμητη» εξέγερση του βουλγαρικού λαού ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της χώρας… Όμως ας αναφέρουμε «ως εκ περισσού», πως ο τότε διπλωματικός πράχτορας της Βουλγαρίας στην πόλι Νάτσεβιτς κατάγγειλε ε μια σειρά άρθρων σε κάποια βουλγαρική εφημερίδα την κυβέρνησή του για οργανωτή των διωγμών». Δίνει ο Βάρναλης στοιχεία για την ευθύνη και υποκίνηση της βουλγαρικής κυβέρνησης, αναφέρει όμως πως οι βούλγαροι σοσιαλιστές είχανε αντίθετη γνώμη  και οργάνωσαν και αντισυλλαλητήριο και «σκοτωθήκανε και δυο βουλγάρες σοσιαλίστριες για λογαριασμό μας χωρίς να έχουνε κανένα άλλο ελατήρια από τη διεθνική αλληλεγγύη με τους αδικούμενους!». Μιλά για τις καταστροφές των ελληνικών καταστημάτων στη Φιλιππούπολη, στην Αγχίαλο, όπου οι καταστροφές και οι σφαγές ήταν πολύ μεγάλες. «Σε λίγες μέρες γέμισε ο Πύργος από πρόσφυγες Αγχιαλίτες, που αρχίσανε να μπαρκάρονται στα ελληνικά βαπόρια για να κατεβούνε στην Ελλάδα. Μαζί μ’ αυτούς αρχίσανε να φεύγουνε και Πυργιώτες και Μεσεβρινοί και Στενημαχίτες και Φιλιππουπολίτες». Ο Κώστας Βάρναλης, δεν είχε υπηρετήσει ακόμη το στρατό, το βουλγάρικο βέβαια, γιατί είχε αναβολή λόγω σπουδών. Έπρεπε να υπηρετήσει τότε ή να δώσει εγγύηση 25.000 φράγκα. Για τούτο το λόγο αποφασίζει να το σκάσει. Έφυγε με το βαπόρι «Χίος» από την πατρίδα του τον Πύργο, από τη Βόρεια Θράκη, για πάντα. Το καλοκαίρι του 1906. Αυτά είναι τα γενικά κεφάλαια της ζωής του Κώστα Βάρναλη στη Θράκη, που καλύπτουν τις σελίδες 23-74 στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματά» του. δυο τρεις ακόμη σύντομες αναφορές, που βρήκαμε σε άλλα κεφάλαια της Αυτοβιογραφίας του, χαρακτηριστικά του πνεύματός του.
Για το πρώτο έρωτά του: Όταν ήμουνα στην Τρίτη τάξη του δημοτικού, είχα και τον πρώτο μου …  έρωτα. Αγάπησα την … Ειρήνη, ένα μικρό κοριτσάκι του σκολειού με μπούκλες. Το «αρρεναγωγείο» και το «παρθεναγωγείο», όπως τα λέγανε, ήτανε εγκατεστημένα στο ίδιο μεγάλο κτίριο. Οι αυλές τους χωριζόντανε από μια σανιδένια φράχτη. Ανάμεσα από τις χαραμάδες έβλεπα σε κάθε διάλειμμα το ίδαλμά μου να παίζει με τ’ άλλα κοριτσόπουλα το «γκέον-γκέον-γκέον!». Κι η ψυχή μου «προσηύχετο γονυκλινής» γεμάτη από οράματα ηρωισμών που θα έκανα εγώ για χατήρι της, όταν θα μεγάλωνα! Τότες έγραψα και το πρώτο μου ποίημα «εις εκείνην»…». Τότε άρχισε να γράφει και σατιρικά και ερωτικά ποιήματα. «Μονάχα σαν τέλειωσα το γυμνάσιο δημοσίεψα δυο τρια ποιήματα στις «Ειδήσεις του Αίμου» της Φιλιππούπολης». Για την ποιητική του αφετηρία και τη συναναστροφή του στον Πύργο χαρακτηριστικά στοιχεία:
«Ωστόσο τρεις από τους καθηγητές μου ήτανε ποιητές. Ο καθηγητής μου των Ελληνικών Μυρτίλος Αποστολίδης· ο καθηγητής μου των μαθηματικών Κυριακός Στεφανίδης κι ο καθηγητής της μουσικής Κωνσταντίνος Μπέλλας. Ο πρώτος δημοσίευε συχνά τις «Ειδήσεις του Αίμου»μεγάλες σειρές από σονέτα· κι ο τρίτος είχε εκδόσει μια συλλογή ποιήματα με τον τίτλο «Η καρδιά μου». Όσο για το δεύτερο, αυτός ήξερε απόξω ολόκληρα ειδύλλια του Θεοκρίτου και κομμάτια από τις ραψωδίες  του Ομήρου και σύνθετε το κείμενο όλων των τραγουδιών, που μάθαινε η χορωδία του γυμνασίου των αγοριών και των κοριτσιών. Πως ήθελα να τους … μοιάσω». Ήξερε καλά τη καθαρεύουσα, μπορούσε όμως να χρησιμοποιεί και τη δημοτική. «Δεν πρόφτασα όμως καλά καλά να τελειώσω το γυμνάσιο κι ήμουνα πια δημοτικιστής σε όλα –μα όχι και «μαλλιαρός». Γιατί τότες ενόμιζα πως ο μαλλιαρισμός είναι … γλωσσική αυθαιρεσία». Παρακάτω με πίκρα θυμάται τη σιωπή, μπροστά στο Διονύσιο Σολωμό, όταν το 1902 γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια του. σημειώνει: «Κανένας καθηγητής μας δεν έκανε λόγο για το μεγάλο ποιητή… Ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην πνευματική ζωή της νέας Ελλάδας έπρεπε ν’ αγνοείται από τους αληθινούς Έλληνες γιατί ήτανε .. χυδαϊστής… για να μάθει ένας Ρωμιός τη γλώσσα του και να γνωρίσει του πνευματικούς θησαυρούς της φυλής του, πρέπει να κάνει μοναχός του αυτή τη δουλειά αρχίζοντας από το άλφα».
Και κλείνει αυτό το σημείο της αναφοράς μας, με μια εκτίμηση γενική από το Βάρναλη της πολιτιστικής ζωής στη Βόρεια Θράκη, τα χρόνια εκείνα: «Στα μέρη μας δεν υπήρχε γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή καυγάδες και φωνές και λυσσασμένα μαλλιοτραβήγματα και αίματα για τη γλώσσα. Γιατί δεν υπήρχανε δημοτικιστές. Στις μακρισμένες ελληνικής παροικίες της Μαύρης Θάλασσας και της Θράκης επικρατούσε πιο πολύ η φαναριώτικη πνευματική παράδοση από την αθηνιώτικη. Όπως και να ’ναι το πράγμα, τα περιφερειακά σημεία ενός έθνους τα πνίγει ο λεγόμενος προβιντσιαλισμός(:επαρχιωτισμός) –μια καθυστέρηση πολλών χρόνων στην εξέλιξη όλων των εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής. Σε μεγαλύτερην αναλογία όμοια περιφερειακά σημεία σχετικά με την άλλη πολιτισμένη Ευρώπη είναι και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα μάλιστα θα μπορούσε να διεκδικήσει τα πρωτεία. Είναι το μόνο αστικό κράτος της Ευρώπης, που για λόγους όχι βέβαια κακής θέλησης, μα ιστορικής αναγκαιότητας, δεν κατόρθωσε να «καταχτήσει» και να νομιμοποιήσει τη γλώσσα του λαού, την «εθνική» του γλώσσα».

*

Ο Κώστας Βάρναλης σ’ όλη του τη ζωή κουβαλούσε μέσα του τη Θράκη, τη λαϊκή ψυχή και το θρακικό διονυσιασμό. Ως εισαγωγή στο θέμα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια –το Σατιρικό Βάρναλη- θα παραθέσουμε κάποιες σελίδες των “Φιλολογικών Απομνημονευμάτων” που αναφέρονται στο Σωκράτη.


Ο Σωκράτης, η αληθινή απολογία και ο θάνατός του

Στο Σεν-Μάρ-Λά Πίλ μας κουβάλησε κάποτε ο Αλεξανδρινός φίλος Νάνης Παναγιωτόπουλος (φίλος της Τέχνης, των βιβλίων και δικός μας) ένα «Αριστοφάνη» της τσέπης κι ένα «Φαίδωνα» του Πλάτωνος, παλιές μεταχειρισμένες εκδόσεις, που τις είχε αγοράσει στα περίφημα «Και» του Σηκουάνα.
Εμείς εκεί στη μοναξιά μας αποφεύγαμε συστηματικά τα ρωμέικα βιβλία, για να κρατούμε σε κάποια ισορροπία το μυαλό μας και την ψυχή μας με το πολιτισμένο περιβάλλον μας. όμως τα δυο αριστουργηματικά κείμενα της κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας, που πέσανε έτσι ξαφνικά γεμάτα πνοή και κίνηση ανάμεσά μας, τα δεχτήκαμε με αληθινή χαρά κι εμπιστοσύνη: εμπιστοσύνη, πως δε θα μας ανακατεύανε το στομάχι!
Σε μένα έλαχε το βάρος, αφού ήμουνα φιλόλογος με… δίπλωμα, να διαβάζω φωναχτά διάφορα κομμάτια από τα δυο βιβλία και να εξηγώ τα κάπως δύσκολα μέρη τους στους άλλους, που καθόντανε δεξιά κι αριστερά μου στο τραπέζι. Τι γέλια που κάμναμε, όταν διαβάζοντας τον Αριστοφάνη, βρίσκαμε την ανάλογη σημερινήν απόδοση των αισχρολογιών του!  Εκεί στην καρδιά της Γαλλίας, στην πηγή του πιο γνήσιου γαλατικού κεφιού, στην πατρίδα του κρασοπατέρα του Ραμπελαί, το χοντρό λαϊκό αστείο, τ’ αβίαστα και πλατύστομα βρωμόλογα του Αριστοφάνη ακουγόντανε σα μέσα στο πιο φυσικό περιβάλλον, σα μέσα στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου. Κι όταν πάλι διαβάζαμε το θάνατο του Σωκράτη, στο τέλος του «Φαίδωνα», νιώθαμε να μας σφίγγει την καρδιά, να μας βουρκώνει τα μάτια η ίδια αγωνία, που βλέπαμε πετρωμένη στα περίφημα απλοϊκά calvaires όλων των χωριών της Μπρεττάνης.

* * *

Αυτά γινόντανε το καλοκαίρι του 1924. Όταν τον άλλο χρόνο ξαναπήγα… πρόσφυγας στο Σεν-Μάρ, ξαναθυμήθηκα στον ίδιο τόπο τις ίδιες παλιές ευτυχίες. Νοστάλγησα τη συντροφιά των αρχαίων. Και θέλησα να συνεχίσω το «Φαίδωνα» διαβάζοντας την «Απολογία του Σωκράτη». Ήμουνα βέβαιος πως αυτή τη φορά θα έβρισκα σε τούτο το πολύ γνωστό μου βιβλίο καινούρια … τοπία!
Μια μέρα, που βρισκόμαστε στην Τούρ, πήγαμε στο βιβλιοπωλείο να ζητήσουμε την «Απολογία». Ο υπάλληλος μας έδωσε μια γαλλική μετάφραση. Όταν του είπαμε πως θέλουμε το ελληνικό πρωτότυπο χωρίς σχόλια, χωρίς μετάφραση, μας κοίταξε με θαυμασμό : είτε γιατί έβλεπε πως ξέρουμε μια τόσο δύσκολη γλώσσα (Graeca sunt, non lefuntur), είτε γιατί φαντάστηκε πως δε θα καταλαβαίναμε τίποτα.
Σκέτο ελληνικό κείμενο δεν είχε το βιβλιοπωλείο. Χρειάστηκε να το παραγγείλει στο Παρίσι. Όταν σε λίγες μέρες μας το έστειλε –μικρό βιβλίο, σε μια βραδιά το χαρήκαμε όλο. Κι ύστερα; Ύστερα μου έγινε τρυπάνι στο κεφάλι. Έβαλα σε κίνηση όλον τον εσωτερικό μου κόσμο.
Τα ηχηρά γέλια και τα τσουχτερά φαρμάκια του Αριστοφάνη για την παλιά δημοκρατία· η ανοιχτόκαρδη σάτιρα του Ραμπελαί για τη γουρουνιά των καλογέρων· η ψηλή νότα της σωκρατικής σκέψης μπροστά στο άμαθο δικαστήριό του· οι κανονιές του παγκόσμιου πολέμου, που το τραγικό τους αντιλάλημα εξακολουθούσε ακόμα να ταράζει τον αέρα και να τρομάζει σαν εφιάλτης τη συνείδηση των θυσιασμένων λαών· ο κυνισμός των ιδεολόγων του πατριωτισμού, που βρίσκανε πως είναι θέλημα του Θεού και πρόσταγμα του απόλυτου Λόγου η θυσία των πολλών για τους λίγους· τα τύμπανα της προλεταριακής επανάστασης, που όλο και ζυγώνανε κοντύτερα – όλ’ αυτά γυρίζανε μέσα στο κεφάλι μου, προσπαθούσανε να ισορροπήσουνε και να πάρουνε μορφή και σχήμα, όταν περπατούσα ώρες πολλές μοναχός μου στα κοντινά χωριά, όταν ξαπλωνόμουνα στην πλάτη κάτου από κανένα δέντρο και κοίταγα ανάμεσα από τα κλαριά του τον κομματιασμένο ουρανό, όταν έσκυβα πάνου στο ποτάμι και χαιρόμουνα μέσα στα διάφανα νερά του τα γκρίζα ψάρια να στέκονται τρέμοντας και μ’ ανοιχτό το στόμα ενάντια στο ρέμα.

* * *

Ο πλατωνικός Σωκράτης, σκεφτόμουνα, να έχει πεποίθηση, πως είναι αθώος. Μα και για τους δικαστές του, που τόνε θανατώσανε άδικα, έχει την ιδέα πως είναι κι αυτοί… αθώοι. Δε φταίνε οι Νόμοι, δε φταίει η Δικαιοσύνη· αυτωνών η αξία, το κύρος κι η δύναμη είναι παντού και πάντα η ίδια, είναι απόλυτη!  Δε φταίνε κι οι άνθρωποι. Φταίει η «περασμένη» σκέψη τους. Γι’ αυτήν ο Σωκράτης έχει όλη τη φιλοσοφική του συγκατάβαση. «Ουδείς εκών κακός». Αν ξέρανε οι δικαστές του κι οι συκοφάντες του πως τον αδικούνε, δε θα τον αδικούσανε!  Γι’ αυτό απολογιέται με τόσην αξιοπρέπεια, με τόση γαλήνη. Όλο λοιπόν το ζήτημα γι’ αυτόν είναι όχι να σώσει τη ζωή του, μα να σώσει… τις ιδέες του, την υπερβατική τους αλήθεια, το κύρος της εξουσίας των απάνου στον κόσμο και στο χρόνο.
Φαντάζεται πως έπεσε θύμα της αγνοίας των ανθρώπων. Λίγο ακόμα και θα έλεγε: «πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και ζητάει ν’ αποδείξει πως λαθέψανε και οι καλόβολοι δικαστές του και οι καλόψυχοι συκοφάντες του. προσπαθεί να τους πείσει, πως δεν ερευνά τα μετέωρα, δεν αεροβατεί και δεν περιφρονεί τον ήλιον! –λες και τους ένοιαζε πολύ τους τοτεσινούς λωποδύτες, αν ο Σωκράτης κοιτάει προς τ’ απάνου κι όχι προς τα κάτου!  Προσπαθεί να τους πείσει, πως το δαιμόνιο, που είχε μέσα του δεν ήτανε… παράνομο, δεν ήτανε εχθρός των άλλων Θεών, -λες κι οι τοτεσινοί θεομπαίχτες δεν είχανε άλλον καημό από το να εξετάζουνε τα χαρτιά των Θεών του, αν είναι «εντάξει», αν είναι δηλαδή γραμμένοι στο Μητρώο του Δήμου κι αν εχτελέσανε τη στρατιωτική τους υπηρεσία! Προσπαθεί ακόμα να τους πείσει, πως δε «διαφθείρει» τους νέους (πνευματικά ή σωματικά) –λες κι οι τοτεσινοί δημαγωγοί και σοδομίτες θα παθαίνανε από τη λύπη τους, αν η αλήθεια και η αρετή δε θριαμβεύανε στην ψυχή και στα μπατζάκια της νεολαίας και των … αγγέλων!

* * *

Ο Σωκράτης, έλεγα μέσα μου, χάνει τα λόγια του τζάμπα. Οι δικαστές του δε δίνουνε μια πεντάρα για όλα αυτά τα υψηλά και ωραία. Γιατί; Γιατί δεν του περνάει ούτε στιγμή από το νου του η σκέψη, πως η δικαιοσύνη δεν είναι καθόλου απόλυτη!  Δεν ξέρει πως αυτή είναι όργανο ταξικής βίας και εκμετάλλευσης στα χέρια των ληστών κάθε καιρού και τόπου, όπως είναι και οι θεοί και οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, η δική του φιλοσοφία ολάκερη. Δεν μπόρεσε να βρει την αληθινήν αιτία του καταδικασμού του. αυτή η αιτία δεν έχει καμιά σχέση με την … απόλυτη έννοια του Δικαίου παρά μονάχα με την … πολιτική σκοπιμότητα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο πλατωνικός Σωκράτης ξέρει βέβαια πολύ καλά, πως αυτός δεν είναι «εμπρηστής». Κι έχει τη συνείδησή του αναπαυμένη. Άρα … δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει τίποτα από τη βαθύτερη σημασία της δίκης του: δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται πως «εμπρηστής» είναι το κράτος, που τον δικάζει.
Ένας όμως ματεριαλιστής Σωκράτης, ένας Σωκράτης συνειδητός επαναστάτης, θα ήξερε κατά βάθος και κατά πλάτος τον ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης στα κοινωνικά καθεστώτα του παρασιτισμού (της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους) και δεν θα γελιότανε ούτε για τα ελατήρια της δίκης του, ούτε για σκοπό της θανάτωσής του.
Δε θα μπορούσα όμως να διαστρέψω τόσο πολύ τον «ιστορικό» Σωκράτη –έτσι που μας τον παραδώσανε οι μαθητές του, ο καθένας σαν τον … εαυτό του, άλλος πραχτικό φιλόσοφο, άλλος μεταφυσικό, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις αντιδραστικό. Ο «ιστορικός» (ήγουν ο «πλαστός» Σωκράτης του παράδοσης) ήτανε μονοκόμματος και μονότονος φιλόσοφος, ορθολογιστής και ιδεοκράτης, απόθνησκε όπως έζησε, πιστεύοντας στην αθανασία της ψυχής, στην «αγιότητα» των νόμων και της πατριωτικής ιδέας, -χωρίς φαντασία, χωρίς ποίηση, αντιμουσικός και ξηρός και ασυγκίνητος μπροστά στη φυσική και στην καλλιτεχνική ομορφιά.
Αν η δημιουργική μου φαντασία έφκιανε ένα Σωκράτη ματεριαλιστή, ιδρυτήν όχι της υλιστικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου, μα της φιλοσοφίας του ιστορικού υλισμού του Μάρξ, θα ξεπερνούσε όλα τα όρια της «ιστορικής» πραγματικότητας. Θα έφκιανε ένα Σωκράτη απίθανο, άρα ψεύτικο, χωρίς πνευματικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρο.


* * *

Γι’ αυτό δεν παραποίησα τον «ιστορικό» Σωκράτη. Τη σκέψη του και τη δράση του τις άφησα, όπως τις θέλησε ο Ξενοφώντας και ο Πλάτωνας. Τον έκανα μοναχά ν’ αλλάξει στα τελευταία του. να ξυπνήσει απότομα από το τράνταγμα της θανατικής του καταδίκης και να ιδεί ξαφνικά τον κόσμο … ανάποδα. Όπως το έπαθε (κατά τα ιερά κείμενα)  ο Σαύλος, όταν έγινε… Παύλος. Με τη διαφορά, πως ο Σαύλος «μετέπεσε» από τον παροξυσμό της μιανής μυστικοπάθειας στον παροξυσμό της αλληνής. Ενώ ο Σωκράτης ο δικός μου «έπεσε» απλούστατα από τα σύννεφα του ηθικού του απολυταρχισμού στο … πεζοδρόμιο της πιο αμείλιχτης πραγματικότητας.
Μ’ αυτό το «τρύκ» πέτυχα: α) να μη θίξω το Σωκράτη της παράδοσης, δηλαδή απόφυγα να του αλλάξω, με το έτσι θέλω, το φιλοσοφικό του σύστημα, αν και του το άλλαξα ολοκληρωτικά, το ξέστρεψα τα μέσα όξω, χωρίς γι’ αυτό να εξεγείρεται ο αναγνώστης· και β) να τον κάνω ν’ αρνηθεί αυτός ο ίδιος κι όχι εγώ το φιλοσοφικό του σύστημα·  να τον κάνω ικανό να νιώσει μοναχός του τα φάλτσα, τη ματαιότητα και την κενότητα του ιδεολογικού και ορθολογιστικού του βερμπαλισμού· και προπάντων να νιώσει μοναχός του την αντιδραστική, την ολέθρια ενέργεια της σκέψης του στη γενιά του καιρού του, που ήταν καιρός ξεπεσμού και στις ερχόμενες γενιές.
Ένας τέτοιος μοναχά Σωκράτης μπορούσε να ιδεί καθαρά, πως σοφίστηκε, δούλεψε κι ολοκλήρωσε ένα θανάσιμο πνευματικό όπλο ενάντια στους σκλάβους κάθε ταξικού καθεστώτος· ένα θανάσιμο όπλο για το διανοητικό ευνουχισμό των μαζών, έτσι που να βρίσκουνε λογική την πείνα τους και δίκια τη δυστυχία τους· και να υπερασπίζουνε με την ίδια τους ζωή τραγουδώντας θούρια άσματα για τη ζωή και τ’ αγαθά των κυρίων τους και τη δική τους δυστυχία και πείνα· να σκοτώνονται «ηρωικά» στους διάφορους πολέμους, είτε ενάντια στους βαρβάρους («βαρβάρων δ’ Έλληνας εικός άρχειν», λέγει ο Αριστοτέλης), είτε ενάντια στους εσωτερικούς εχθρούς, τα «έμψυχα κτήματα», τους σκλάβους!
Με τέτοιες προϋποθέσεις, πόσην άνεση, πόσην απλοχωριά θα ένιωθε ένας συγγραφέας, που ξέρει τι ζητάει και ξέρει τι γράφει (άλλο ζήτημα, αν ξέρει τι γράφει!). Ένας Σωκράτης με τετράγωνο μυαλό, με την ασύγκριτη διαλεχτική λιγεράδα, με το μεγάλο δώρο να βρίσκει άμεσα τα φάλτσα και τα στραβά στη σκέψη και στη δράση των αλλωνών, με το τσουχτερό γέλιο της παμπόνηρης κοροϊδίας του, αν μεταχειριζότανε όλες αυτές τις αξιωσύνες ενάντια στον εαυτό του –τι πλούσιο νόημα και θέαμα, φτάνει να βαστούνε τα κότσια του συγγραφέα!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ολομόναχος λοιπόν ο Σωκράτης με το μεγάλο του μυαλό και με το τσουχτερό μαστίγιο της κοροϊδίας στο χέρι μπροστά στα πεντακόσια ρεμάλια της εποχής του –της κλασικής εποχής! Περιφρονώντας βαθύτατα κι όπως πάντα τη μωρία, την αμορφωσιά και την παλιανθρωπιά αυτουνού του μπουλουκιού των δικαστών, που είναι όλοι τους ασυνείδητα όργανα της βίας και του συμφέροντος των αφεντάδων, όλοι τους ακαμάτηδες και χαραμογάγηδες, που ζούνε εις βάρος του δημόσιου ταμείου και που βολεύονται πουλώντας στο παζάρι τη συνείδησή τους σε όσους πληρώνουνε περισσότερα, τους πετάει κατάμουτρα και με τις δυό του φούχτες γεμάτες κάθε κοροϊδία και κάθε βρισιά, που του φέρνει στη σκέψη και στο στόμα ή «στερνή» του γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Βρισιές, κοροϊδίες, όλα «αφ’ υψηλού!».  Γιατί «αφ’ υψηλού;».
Γιατί ο ίδιος είναι ανώτερος άνθρωπος. Δηλαδή άνθρωπος χωρίς ατομικές αδυναμίες, που έχει την ψυχικήν παλικαριά ν’ αυτοεξετάζεται, ν’ αυτοαναλύεται και ν’ αυτοκριτικάρεται με την ίδια σκληρότητα, που εξετάζει, αναλύει και κριτικάρει τους άλλους. Ο Σωκράτης ο δικός μου δεν αρνιέται τους άλλους για να «θέσει» τον εαυτό του. Δεν είναι από το σινάφι των σημερινών πνευματικών αρνητάδων –που όλοι τους ηρωικοί τσαρλατάνοι ή ορνιθόμυαλοι μουντζουρωτήδες του χαρτιού «καταλαμβάνονται» από θερμήν αγανάχτηση, επειδή αυτοί έχουνε όλες τις αρετές και τις αξιωσύνες κι οι άλλοι καμιά!... Ο Σωκράτης μου, ξετινάζοντας και κοροϊδεύοντας τα δικά του φάλτσα και τις δικές του κακουργίες στη σφαίρα της πνευματικής ζωής, αποχτά το ηθικό δικαίωμα να ξετινάζει και να κοροϊδεύει και τους άλλους για τα δικά τους φάλτσα και τις δικές τους κακουργίες.

* * *

Μα για να καταλάβουνε τις κοροϊδίες του και τις βρισιές του οι άξεστοι χωριάτες των Μεσογείων, οι βρώμικοι χασομέρηδες του αθηναϊκού παζαριού, έπρεπε ο Σωκράτης να κατεβάσει τη σκέψη του στο επίπεδο των ακροατών του, να την κάνει κουβέντα του χωριού και του παζαριού· και να ψηλώσει τον τόνο της φωνής του για να τον ακούνε, να τον προσέχουνε όλοι ετούτοι οι «ιερείς της Θέμιδος», που ξαπλωμένοι στον ήλιο νυστάζουνε και χασμουριούνται, γιατί δεν έχουνε τίποτες άλλο στο νου τους παρά πότε θα τελειώσει το νερό της κλεψύδρας, δηλαδή πότε θα διακοπεί η απολογία του μελλοθάνατου, για να χυθούνε όξω, να τσεπώσουνε τη δικαστική αποζημίωση, τη δραχμούλα τους, που με το σημερινό τιμάριθμο κάνει πάνου –κάτου 250 χάρτινες δραχμές. Δεν τους νοιάζουνε καθόλου οι υψηλές φιλοσοφικές απορίες «τι δίκαιον, τι άδικον, τι αληθές, τι ψευδές, τι αγαθόν, τι κακόν, τι καλόν, τι αισχρόν» και άλλα παρόμοια κουραφέξαλα!

* * *

Με το χαμήλωμα της σκέψης ή με το ψήλωμα της φωνής ο Σωκράτης αποδείχνει στους δικαστές του, πως δε σκοτώσανε έναν εχθρό της κοινωνίας των βδελλών, παρά έναν υποστηριχτή αυτηνής της κοινωνίας· οι κατοπινοί κυβερνήτες, τους λέει, θα πληρώνουνε όσα- όσα για να βρίσκουνε τέτοιους υποστηριχτές της βίας τους. Και, για να τους δώσει ακόμα καλύτερα να καταλάβουνε πότε θα ήτανε πραγματικά ένοχος και «άξιος θανάτου τη πόλει» («τη πόλει» =για το συμφέρον της δημοκρατίας), τους εξηγεί πως μονάχα αν κήρυττε τη κοινωνική επανάσταση των δούλων και των φτωχών πολιτών ενάντια στο δίκιο των ολίγων, ενάντια στην πορνεία των ιδεών και προσπαθούσε, να εγκαταστήσει τη δημοκρατία των πολλών χωρίς κοινωνικές τάξεις, το δίκιο, την ηθική και τον ηρωισμό της εργασίας, τότε θα ήτανε… άξιος αγχόνης… «τη πόλει!».

* * *

Τότες οι δικαστές ξύνουνε το καύκαλό τους και μισοανοίγοντας τα νυσταγμένα μάτια ρωτάνε: «και ποιος θα είναι αυτός, που θα μας βάλει να δουλεύουμε, χωρίς να θέλουμε;». «Οι Σκύθες», απαντά ο Σωκράτης. Οι «Σκύθες» αυτοί δεν είναι Ρώσοι, όπως νομίσανε πολλοί, μα τα κομμουνιστικά κόμματα κάθε τόπου. Αυτά θα μεταμορφώσουν έτσι τον κόσμο, ώστε να ζει μονάχα όποιος θέλει να εργάζεται.

* * *

Εξήγησα πως γεννήθηκε στο κεφάλι μου και με ποιο σκοπό γράφτηκε η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Τώρα, αν το έργο πέτυχε από τη λογοτεχνική του άποψη, εγώ δεν … ανακατεύομαι. Εγώ εξήγησα ως τώρα μονάχα πως γίνανε τα έργα μου, όχι κι αν γίνανε καλά. Απόφυγα αυτόν τον σκόπελο, όχι για να μη παρουσιάσω το θλιβερό θέαμα ενός συγγραφέα που αυτοθαυμάζεται, παρά για να μην υποβληθώ στην οδυνηρή δοκιμασία να τα κατηγορήσω ο ίδιος. Γιατί, «ό,τι ξέρει ο νοικοκύρης δεν το ξέρει ο κόσμος όλος».


Η ΣΑΤΙΡΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Ο ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(αποσπάσματα αδημοσίευτης ομιλίας 1986)

1
Βγαλμένη μέσα από τις λαϊκές τελετές η σάτιρα, συνοδός κάθε κοινωνικής εκδήλωσης, είναι –για τους μεσογειακούς λαούς ιδιαίτερα- άρρηκτα δεμένη με την κριτική της εξουσίας.
Σάτιρα λένε ότι είναι ″ένα ποίημα όπου η κακότητα ή η ανοησία καταδικάζονται″, ″πραγματικός στόχος της σάτιρας είναι η διόρθωση ελαττωμάτων″, ‘στόχος της σάτιρας είναι η αναμόρφωση″. Ο Swift το 1704 στον Πρόλογο του βιβλίου «Η μάχη των βιβλίων» σημειώνει: ″Η σάτιρα είναι ένα είδος καθρέφτη, όπου όσοι κοιτούν εκτός απ’  το δικό τους, πράγμα που αποτελεί και το κύριο αίτιο για το είδος της υποδοχής που συναντάει στον κόσμο και για το ότι πολύ λίγοι νιώθουν να θίγονται απ’ αυτήν″.
Στη σάτιρα ο ποιητής ή ο πεζογράφος πιστεύει σε ορισμένες αξίες και έχει έντονη τη συνειδητοποίηση της διαφοράς ανάμεσα στο πως είναι τα πράγματα και στο πως θα ’πρεπε να είναι. Μ’ αυτή την άποψη, το έργο του σατιρικού είναι κοινωνικά ωφέλιμο. Πάντως, δεν μπορούμε να διακρίνουμε μερικές φορές τη σάτιρα από το λίβελο, που όπως είναι γνωστό, έχει σα στόχο συγκεκριμένο πρόσωπο, ενώ η σάτιρα αναφέρεται γενικότερα. Καλό είναι επίσης, να διακρίνουμε τη σάτιρα από τη κωμωδία και την ειρωνεία. Η κωμωδία δεν είναι πάντοτε σάτιρα, γιατί η κωμωδία μπορεί να είναι μεγαλόψυχη, ενώ υπάρχει και ειρωνεία που είναι περισσότερο σοβαρή και από τη σάτιρα.
Τελικά, πάνω στο τι είναι σάτιρα, πάλι μια φράση του Swift  που σημειώνει : ″υπάρχουν δυο στόχοι, όταν οι άνθρωποι γράφουν σάτιρα, ο ένας είναι λιγότερο ευγενής από τον άλλο, γιατί δεν αναφέρεται σε τίποτε περισσότερο από την ατομική ικανοποίηση και την ευχαρίστηση του συγγραφέα (…). Ο άλλος είναι το πνεύμα της ενασχόλησης με τα κοινά που προτρέπει μεγαλοφυείς ανθρώπους να διορθώσουν τον κόσμο μέχρις εκεί που το μπορούν″.
Ο σατιρικός μπορεί να είναι υπέρμετρα ευαίσθητος, απογοητευμένος, αποξενωμένος, προκατειλημμένος. Για να πετύχει όμως αυτό πρέπει να είναι αμερόληπτος, ισορροπημένος, συνετός. Σκοπός του να ξεσηκώσει τους αναγνώστες του να επικρίνουν και να καταδικάσουν. Και θα το επιδιώξει αυτό υποκινώντας διάφορα συναισθήματα, από γέλιο και γελοιοποίηση, μέχρι περιφρόνηση, θυμό και μίσος.
Για να κατανοήσουμε τις ρίζες του Σατιρικού Βάρναλη, θα μιλήσουμε για την Αποκριά στη Θράκη και τη Σάτιρα στο Θρακιώτικο τραγούδι.

2.
Η Αποκριά, ιδιαίτερα στη Θράκη, την πατρίδα του Διόνυσου, ήταν γεμάτη γλέντια και πανηγύρια, στα παλιότερα χρόνια περισσότερο. Τα βάσανα και η ρουτίνα της καθημερινής αγροτικής ζωής ξεχνιόντουσαν πάνω στο βωμό του Διονύσου, που ρίζωσε στην ωραία αυτή γειτονιά του Αίμου, στη γωνιά της Βαλκανικής.
Έχουμε πληροφορίες για αποκριάτικες διασκεδάσεις κατά τον 8ο μεταχριστιανικό αιώνα και αργότερα για το 13ο αι. μ.Χ.  Βέβαια, οι Ανθρωπολόγοι ανάγουν τα αποκριάτικα έθιμα στην προχριστιανική εποχή. Μεταμφιέσεις γίνονται ήδη και στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, γι’ αυτό εξάλλου τους απαγορεύει εν κανόνας της εν Τρούλλω συνόδου: «Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον, αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατιρικά υποδύεσθαι». Παρά τις εκκλησιαστικές αυτές απαγορεύσεις πληροφορούμαστε ότι το δέκατο αιώνα οι Θρακιώτες συνεχίζουν τα έθιμα αυτά «εναλλάττοντες την εαυτών φύσιν και τον τρόπον».  Μασκαράδες, μάσκες, μουτσούνες σχημάτιζαν ομάδες που τριγυρνούσαν τις πόλεις και τα χωριά σατιρίζοντας δίκες, γάμους, κηδείες. Ο Γ. Μέγας παρατηρεί ότι κάτω από τις μεταμφιέσεις αυτές των γεωργών κρύβεται η πίστη στην αλλαγή, στη μεταμφίεση της φύσης, είναι μ’ άλλα λόγια υπόλειμμα μαγείας. Διονυσιακές ρίζες έχουν πολλά έθιμα στων Απόκρεω στη Θράκη, όπως ο Κιοπέκ –μπέης, που σε πολλές περιοχές περιείχε σατιρικά στοιχεία και σκώμματα, αλλού όμως ″είχε σοβαρότητα και τη μεγαλοπρέπεια των αρχαίων τελετών και γιορτών, χωρίς βρισιές, βωμολοχίες και σκώμματα″.  Αλλού όμως τα αλμυρά αστεία, τα υπονοούμενα, τα σκώμματα έδιναν και έπαιρναν. Το έθιμο του Κιοπέκ-μπέη ήταν ολόκληρη θεατρική παράσταση με τη συμμετοχή πολλών υποκριτών.
Άλλα θεατρικά δρώμενα με διονυσιακά και σατιρικά στοιχεία είναι ο Κούκερος ή Χούχουτος, οι Καλόγεροι. Στο Σαμάκοβο έχουμε τους ελευθερόστομους Πιτεράδες, με το γάμο του Κουτρούλη και τραγούδια πιπεράτα:
Σας παρακαλώ γυναίκες
να με βάλετε στη μέση
να φιλήσω όποια μ’ αρέσει.
Σα φιλήσω κοριτσάκι,
το χαρίζω ένα φλουράκι.
Σα φιλήσω παντρεμένη
την πληρώνω την καημένη.
Σα φιλήσω καμιά χήρα
τύχη πόχει η κακομοίρα.
Στις γιορτές παίρνουν μέρος οι σεϊμένηδες, ντυμένοι εύζωνοι, που δεν έλεγαν ″αχαμνά″.


3.
Τα θρακιώτικα τραγούδια που ξεχωρίζουν από τα τραγούδια της άλλης Ελλάδας είναι τα σκωπτικά και σατιρικά. Το σκωπτικό τραγούδι της Θράκης είναι καυστικό μα καλοπροαίρετο, αυθόρμητο λαϊκό δημιούργημα, βγαλμένο μέσα στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κατοχής αντανακλά την κοινωνικό-οικονομική κατάσταση. Δύσκολα τα χρόνια, όμως χωρίς μοιρολατρία, χωρίς ηττοπάθεια, αντιμετωπίζουν σατιρίζοντας την όποια αντιξοότητα.
Ένα θέμα στο οποίο αναφέρονται τα τραγούδια είναι ο γάμος, ιδιαίτερα γέρων με νέες. Για το φοβητσιάρη σύζυγό της μιλά η κακοπαντρεμένη γυναίκα και ο καρδιοκατακτητής για τις επιτυχίες του. αρκετά τραγούδια έχουμε για τις γυναίκες που πίνουν κρασί, τραγούδια που καυτηριάζουν αυτή την έξη.
Η Θράκη θεωρείται η πατρίδα του σκώμματος. Εδώ οι λαϊκοί τραγουδιστές –πρώιμοι τραγουδοποιοί- δημιουργούσαν, ιδιαίτερα τις μέρες της αποκριάς, τέτοια τραγούδια. Η γενική εντύπωσή μας είναι ότι μέσα από τα σκωπτικά τραγούδια περνά ο λυρισμός του λαού. Να ένα χαρακτηριστικό τετράστιχο:
Έχασα τη γαϊδούρα μου με μια τριχιά δεμένη
κι όποιος την έβρει χάρισμά τ(ου), μα την τριχιά
να φέρει.
Έχασα τη γυναίκα μου από τα ψες το βράδυ,
κι όποιος τη βρει να τη χαρεί, γιατί θα πάρω άλλη.
Υπάρχουν όμως θρακιώτικα τραγούδια όπου η σύζυγος χάνει τον άντρα της, ένα γάιδαρο και γουρούνι, και τραγουδά :
Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο, ποιόνε να πρωτοκλάψω;


4
Η Σάτιρα στο έργο του Κώστα Βάρναλη είναι στενά δεμένη με την πολιτική. Ο Βάρναλης κάνει πολιτική με τη σάτιρα ή, αν θέλετε, η σάτιρά του ήταν πολιτική πράξη.
Η πολιτική κατάσταση γύρω του τροφοδότησε τη σάτιρά του και η σατιρική φλέβα μέσα του που κυοφορήθηκε στο θρακικό περιβάλλον υπηρετούσε την πολιτική ιδεολογία του.
Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα πως γεννήθηκε και πως εξελίχθηκε η σάτιρά του. Ο Βάρναλης  αναμφίβολα ξεκινά από το λαό και τη λαϊκή σάτιρα. Από την απλή, ανώνυμη σάτιρα φτάνουμε στο Βάρναλη, στον πολίτη δημιουργό. Αρκεί και ένα απόσπασμα από το αριστούργημά του, την Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, που είναι καυστική σάτιρα της κοινωνίας της εποχής του –και, γιατί όχι; της εποχής μας.
Βάση της σάτιρα του Βάρναλη είναι ο λαός. Η λαϊκή σάτιρα, με την ιδιαίτερη ευαισθησία και χροιά. Πάνω σ’ αυτή τη βάση προστέθηκε η παιδεία του η κλασική και οι κοινωνικές συνιστώσες της εποχής του. έτσι τελικά η σάτιρά του, όπως τη βλέπουμε στα ποιήματα και στα πεζά του, γίνεται διαμαρτυρία και κριτική του όλου συστήματος.
Η σάτιρα είναι στοιχείο που εκφράζει τον ποιητή από την πρώτη ώρα. Από το αδιέξοδο των αρχών του εικοστού αιώνα ξεπήδησε η ανάγκη για ρεαλισμό και πολιτική διάσταση στο έργο του ποιητή. Ποτέ όμως για το Βάρναλη η σάτιρα δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν πάντοτε το μέσο για να εκφράσει την αντίσταση ή την επανάσταση του πνεύματός του. ίσως όλο το έργο του να κινείται απ’ αυτή τη σκωπτική διάθεση, τη σατιρική του φλέβα.
Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι ασχολήθηκε με μεταφράσεις των κωμωδιών του Αριστοφάνη, που ακόμη παίζονται γιατί είναι ζωντανές. Μέσα στον κλασικό λόγο του Αριστοφάνη συνάντησε το σατιρικό εαυτό του, αλλά φρονώ ότι από εκεί πήρε ερείσματα για το προχώρημα του έργου του.
Μέσα από τον ξεπεσμό της κοινωνίας και την υποτέλεια της χώρας μας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ο Βάρναλης σατιρίζοντας προβάλλει το πρότυπο της ελευθερίας του ανθρώπου που θα αποτινάξει το ζυγό του. Κι αυτό πρέπει να το σημειώσουμε ιδιαίτερα. Μπορεί να χρησιμοποιεί ως ήρωές του τύπους του υποκόσμου, αλλά ποτέ δεν ταυτίζεται μαζί τους. Η εξαθλίωση δικαιώνεται μόνο όταν οδηγείς την εξέγερση, στην επανάσταση. Γι’  αυτή την αλλαγή γράφει ο Βάρναλης, για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού μηχανισμού, για μια κοινωνία ομορφιάς και δικαιοσύνης.
Αν μάλιστα θα θέλαμε να συγκρίνουμε ως προς τη σάτιρά του το Βάρναλη με άλλους προδρόμους του είδους, όπως είναι ο Κωστής Παλαμάς και ο Εμμανουήλ Ροΐδης, νομίζουμε ότι σ’ αυτό έγκειται η διαφορά: Ο Βάρναλης δεν αρκείται στη σάτιρα,, όπως οι άλλοι δύο που αναφέραμε, προχωρεί και σ’ ένα θετικό, προδρομικό μήνυμα.
Για το σατιρικό Βάρναλη έχουν καταθέσει τις απόψεις με κείμενά τους ο Γιάννης Δάλλας (στο άρθρο του για τον Κώστα Βάρναλη στον τόμο ″Σάτιρα και Πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα″ 1979, σελ. 207-249) και ο Κ. Πορφύρης (στο άρθρο του ″Ο Σατιρικός Βάρναλης″, τεύχος 26 Φεβρουαρίου 1957 του περίφημου περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης») που ανάμεσα στα άλλα σημειώνει : «Ο Βάρναλης χτυπήθηκε με φανατισμό από τους εχθρούς του, μα αγαπήθηκε και διαβάστηκε όσο ίσως κανένας νεοέλληνας ποιητής από το ευρύτατο λαϊκό κοινό. Κι αυτό έγινε, γιατί το κοινό αυτό βρήκε στο Βάρναλη τον ποιητή που του φώτιζε το δρόμο του».


ΠΡΟΣΘΗΚΗ 2008

Το 2003 ο Γιάννης Δάλλας κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το βιβλίου του «Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου – Η  ″μαϊμού″ στα κείμενα του Βάρναλη», σελ. 107. Το δοκίμιο αυτό του Δάλλα αφορμάται από την ανακοίνωση ενός λανθάνοντος βαρναλικού κειμένου που τιτλοφορείται ″Επιστολή Μαϊμούς″ (1923-1924).  Νομίζω ότι αυτή η νέα προσέγγιση συμπληρώνει όσα αναφέραμε πριν από μια εικοσαετία για το Σατιρικό Βάρναλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δάλλας αποκαλεί Καρναβαλική την αντίληψη του Βάρναλη για την ιστορία και τον κόσμο.
Τρία αποσπάσματα από το κείμενο του Γ. Δάλλα ακολουθούν. Το πρώτο αναφέρεται στο περιεχόμενο του βαρναλικού κειμένου, το δεύτερο στην «καρναβαλική» αντίληψη και το τρίτο απόσπασμα αναφέρεται στην αντίληψη του Κ. Βάρναλη.


Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ

Και με τα ζητούμενα αυτά, ας προχωρήσομε στην ανάλυση του θέματος του έργου. Πρώτα ας εξηγηθεί η αλληγορία και ο στόχος του ως λιβέλου. Ο καμβάς του μύθου περιληπτικά είναι ο εξής :Από μια κρύα χώρα του Βορρά (υποθέτουμε τη Γερμανία των σπουδών του Αποστολάκη) μια «φιλοσοφική μαϊμού» (ο Αποστολάκης με τις μεταφυσικές του θεωρίες)  στέλνει ένα κιτάπι (η λέξη από το kitap, τουρκική ονομασία του βιβλίου και εννοείται εδώ Η Ποίηση στη ζωή μας) στις μικρές της αδερφές, τις αδέσποτες μαϊμούδες (δηλαδή τους πιθηκίζοντες τα λόγια του οπαδούς) του Ισημερινού ( με άλλα λόγια της ηλιόλουστης Ελλάδας με τους διανοούμενους της, θερμόαιμους και αυτούς, διαβιούντες μέσα στην πνευματική τους ζούγκλα).
Μια μαϊμού-διανοούμενος λοιπόν αναλαμβάνει εκ μέρους όλων να συντάξει την απάντηση αυτή προς τη μεγάλη αδερφή τους (τον Αποστολάκη),  στην οποία σχολιάζει και εκθέτει τις ιδέες του βιβλίου, μάλιστα τις πιο ακραίες, αλλά και τις μη ακραίες και αυτές διογκωμένες. Τις «εκθέτει», η ρηματική ενέργεια με τη διπλή της σημασία: προς επίγνωση, αλλά και προς διακωμώδηση. Πράγματι οι ιδέες παρατίθενται εκ μέρους του «επιστολογράφου» και συγχρόνως διακωμωδούνται στη συνείδηση του αναγνώστη από τη στιγμή που προσλαμβάνονται. Ποιες ιδέες; Οι ιδέες του βιβλίου, τις οποίες ο Αποστολάκης τις ψευδεπιγράφει ως σολωμονικές.

*

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ «ΚΩΜΙΚΟΥ»ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΑΧΤΙΝ

Ο Μιχαήλ Μπαχτίν στα δυο βιβλία του, για τον Ντοστογιέφσκι αρχικά και από εκεί ορμώμενος κυρίως στη διατριβή του για τον Ραμπελαί, έστρεψε τη θεωρητική του ερμηνεία προς την καρναβαλική κοσμοαντίληψη. Τη διέκρινε από τη επίσημη ηγεμονική νοοτροπία και την περιέγραψε ως παράδοση όχι απόστασης, υποταγής και αφοσίωσης προς τη θεοποιημένη ούτως ή άλλως εξουσία (όπως εκείνη), αλλά ξέφρενης συλλογικής συμμετοχής σε μια εκδήλωση των λαϊκών στρωμάτων, στην οποία, τελετουργικά αλλά και ευτράπελα, καταλύονται οι διαφορές των επιπέδων τους και ξηλώνονται τα διαχωριστικά τους. Είναι μια γιορτή και μια τελετουργία του γονιμικού στοιχείου της ζωής, με κυριαρχία του κορμιού, από τη μέση μάλιστα και κάτω, με τις βιολογικές και ερωτικές ανάγκες έκθετες ασύστολα. Περιγράφεται ο χώρος μια πλατείας όπου ο βασιλιάς Καρνάβαλος περιφέρεται εν πομπή και ύστερα καίγεται. Και άλλοι χώροι, από τα «καταγώγια» στην πόλη και τα καταφύγια στη φύση ως τις πύλες του ουρανού, τα περάσματα  στον Άδη και στις άλλες ου-τοπίες. Χώροι και σημεία μεταιχμίων φυσικά και υπερφυσικά, που ο Μπαχτίν τα αποκαλεί «κατώφλια».
Και τα δύο δρώμενα βασίζονται εδώ σε στερεότυπες και αυστηρά καθορισμένες λειτουργίες. Είναι πρώτα από όλα η προσοικείωση των άνωθεν δυνάμεων, που κατεβασμένες τώρα από τα βάθρα τους μες στην αγοραία καθημερινότητα ο λαός τις αγκαλιάζει ή τις εμπαίζει. Είναι ακολούθως ως απόρροια η διαδικασία των ασύμβατων συζεύξεων: το ζευγάρωμα των πιο απρόβλεπτων μορφών, ακραίων ρόλων, διαμετρικά αντίθετων ή ανόμοιων καταστάσεων. Είναι ακόμη η αντιστροφή, το αναποδογύρισμα του κόσμου και της θέας του, έτσι ώστε όλα να έρχονται τα άνω κάτω: η ανάποδη όψη, άποψη και ερμηνεία των πραγμάτων. Και είναι προπαντός οι διαδικασίες, σε αλλεπάλληλους συνδυασμούς, εκθρονίσεων και ενθρονίσεων, και αντιστρόφως.

*
Ενώ απεναντίας στη δική του παρωδία «συνευρίσκονται»στα δρώμενα η επίσημη και η λαϊκή κουλτούρα, έτσι ώστε χάρη στη συνεύρεση- που είναι η τέλεια προσοικείωση- να αναπαριστάνεται η γονιμοποίηση της πρώτης (της επίσημης) από τη δεύτερη (τη λαϊκή κουλτούρα), ή –με τους συμβολισμούς των εκθρονίσεων και των ενθρονίσεων-χάρη στην αντιστροφή των ρόλων τους να συντελείται η «πλασματική» ανατροπή της πρώτης απ’ τη δεύτερη.



ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Η Σκωπτική διάθεση, το χιούμορ και η σάτιρα δεν έλειπαν από τα κείμενα του Βάρναλη, ακόμη κι όταν αναφερόταν ο συγγραφέας σε δύσκολες ώρες, όπως ήταν η εξορία ή η κατοχή. Και βέβαια ο Βάρναλης έζησε πολλές δύσκολες στιγμές.
Ο Κώστας Βάρναλης εξορίζεται στον Άη Στράτη στις 19 Οκτωβρίου 1935. Γράφει σχετικά η «Βραδυνή»: «Την εσπέραν σήμερον απελαύνονται δια την νησίδα Άγιος Ευστράτιος οι κρατηθέντες 27 εκ των συλληφθέντων προληπτικώς βενιζελοκομμουνιστών».  Ύστερα από δύο μήνες επέστρεψε από την εξορία ο ποιητής, που σε επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος»(29 Δεκεμβρίου 1935 ως αρχές Ιανουαρίου 1936)  και αργότερα στο «Ριζοσπάστη» (Μάρτιος 1936) περιγράφει τα καθέκαστα. Στα Αφιερώματα της «Βιβλιοθήκης» της «Ελευθεροτυπίας» (23 Μαρτίου 2001 και 16 Νοεμβρίου 2007) συναντήσαμε κάποιες από τις επιφυλλίδες αυτές (δεν έχουμε υπόψη αν δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο). Εδώ, επιλέγουμε κάποια αποσπάσματα που τονίζουν τη σκωπτική του διάθεση, «με ήρεμο τόνο και χιούμορ», όπως γράφει στο «Αφιέρωμα» του 2007 ο Γ. Ζεβελάκης.
«Η χαρά, που ξαναβρήκα την προσωπική μου ελευθερία ύστερα από δυόμισι μηνών εξορία, δεν μπορεί να με κάνει να ξεχάσω όσα μαρτύρια κι εξευτελισμούς τράβηξα μαζί με τόσους άλλους διανοουμένους, επιστήμονες και εργάτες στο ξερόνησο του Αη Στράτη. Προ πάντων δεν με αφήνει να ησυχάσω η σκέψη πως εμείς οι λιγοστοί, που σταθήκαμε τυχεροί να γυρίσουμε στα σπίτια μας και στις δουλειές μας, αφήσαμε πίσω μας ένα σωρό άλλους αγαπημένους συντρόφους, παιδιά του λαού, που χαροπαλεύουνε απάνου στα κρεβάτια τους περιμένοντας μ’ ανοιχτά τα μάτια από μέρα σε μέρα το θάνατο από πείνα. Γιατί, όπως ξέρει όλο το πανελλήνιο, ο νόμος για τη γενική αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων, ενώ περιλαβαίνει μέσα όλους τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, που με τα όπλα στο χέρι επιχειρήσανε ν’ αρπάξουνε την εξουσία· ενώ περιλαβαίνει μέσα και κοινούς δολοφόνους και όλους τους χαφιέδες, που με καταγγελίες ψεύτικες πήρανε στο λαιμό τους κόσμο και κοσμάκη, αφήνει έξω τους αγωνιστές του προλεταριάτου. Κι αυτοί αναγκαστήκανε να μεταχειριστούνε το έσχατο όπλο που μένει στα θύματα της κρατικής βίας, όταν είναι δεμένα πιστάγκωνα, την απεργία της πείνας».

Αυτό το απόσπασμα είναι θα λέγαμε, το πολιτικό στίγμα. Η περιγραφή της σύλληψης :
«Όταν η μοτοσικλέτα μας έφερε στη διεύθυνση της Ειδικής Ασφάλειας, άκουσα τον κ. Βέρροιο να λέγει στους άλλους :
-Τώρα πάμε για τον άλλονε.
Είπα μέσα μου:
-Θα εννοεί το Γληνό. Περίεργο πως δε τονε πιάσανε πριν από μένα, αφού αυτός έχει γραφείο, που δουλεύει ίσαμε τις 2 το απομεσήμερο.
Στο γραφείο του ανθυπασπιστού της υπηρεσίας, ομολογώ πως μου φερθήκανε πολύ καλά κι εμένα και το Γληνό, που σε μια ώρα τον είδα κι αυτόν να μπαίνει μέσα με όλο το μεγαλείο του…
Θυμούμαι μονάχα πως άμα πρωτομπήκα στο γραφείο, με ρωτήσανε:
-Είσαστε ο κύριος Βάρναλης.
-Μάλιστα
-Ο ποιητής;
-Μάλιστα.
Φαίνεται πως έμοιαζα για Βάρναλης· δεν έμοιαζα όμως για ποιητής:
Από τις 3 ίσαμε τις 7 το βράδυ μας κρατήσανε στην Ειδική Ασφάλεια. Ύστερα, άμα σκοτείνιασε, μας βάλανε σ’ ένα ταξί με δύο χωροφυλάκους οπλισμένους και μας φέρανε στο τμήμα μεταγωγών, οδός Νικοδήμου. Εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη»
Από τη ζωή στο τμήμα Μεταγωγών Πειραιώς:
«Από του κακού στο χειρότερο. Εδώ ο απόπατος ήτανε στο στενό προαύλιο, αντίκρα στο παράθυρο μας. η βόχα αυτή που μας κυνηγούσε και μας έζωνε από τώρα κι ύστερα παντού μέχρι και στον  Αη –Στράτη –η βόχα που δεν μας άφηνε ν’ ανασάνουμε, που μας έφερνε δάκρυα απελπισίας στα μάτια, μας έκαμνε τις μέρες και τις νύχτες ατελείωτες, μας έκαμνε να λέμε!
-Ας φύγουμε από εδώ κι ας πάμε και στην Κόλαση!
Στα διπλανά κελιά είχανε στριμωγμένους καμπόσους πρεζάκηδες. Κολλούσανε τις χτηνώδικες φάτσες τους στα σιδερένια κάγκελα του  παραθυριού και γελούσανε ηλίθια στους επισκέπτες. Όταν ερχόντανε κυρίες να μας επισκεφτούνε, βγάζανε μέσα από τα κάγκελα δίσκους ξύλινους, σταυρούς, εικόνες (βιοτεχνία της φυλακής) και φωνάζανε:
-Πάρτε, κυρία, να συχωρεθούνε τα πεθαμένα σας!
Η βόχα η ανθρώπινη!».
Απολαυστικός είναι ο τρόπος που ο Βάρναλης περιγράφει την καθημερινή ζωή στον Άη Στράτη, την οργάνωση και την πειθαρχία, τις εφημερίδες τοίχου και το θέατρο που οργάνωναν, την πολιτική και πολιτιστική τους ζωντάνια. Θα δούμε πως γιόρτασαν στον Άη Στράτη την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης!
«Μορφωτικό σκοπό είχανε κ’ οι γιορτές, που κάναμε. Μια τέτοια γιορτή, η μεγαλύτερη για τα προλεταριάτα όλου του κόσμου, είναι η 17 του Νοέμβρη, όταν γιορτάζεται η επέτειος της ρουσικής επανάστασης. Φέτος είτανε τα 18χρονα αυτής της επανάστασης.
Από μέρες ετοιμαζότανε για τη γιορτή. Ανήμερα πρωί πρωί βγάλανε από το μεγάλο θάλαμο τα κρεββάτια, σφουγγαρίσανε το πάτωμα· στολίσανε τους τοίχους με εικόνες και επιγραφές. Τοποθετήσανε μέσα στη σκηνή το τραπέζι του προεδρείου και τρεις πάγκους· σκεπάσανε το τραπέζι αυτό (το γνωστό μας σανιδένιο κι αμπογιάτιστο του γραφείου) με μια κόκκινη κουβέρτα και ολοκληρώθηκε ο πλούσιος διάκοσμος της αιθούσης των εορτών!
Απ’ αυτό το τραπέζι μιλήσανε οι ρήτορες της ημέρας (καμιά δεκαριά)  και τονίσανε τη σημασία της επανάστασης και τις τεράστιες καταχτήσεις του σοσιαλιστικού πολιτισμού στη Σοβιετική Ένωση· και τονίσανε ακόμα ποια είνε τα καθήκοντα του διεθνικού προλεταριάτου μπροστά σ’ αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός.
Η γιορτή άρχισε με επαναστατικά τραγούδια και τέλιωσε με το διάβασμα του χειρόγραφου «Ριζοσπάστη» που «δημοσιεύτηκε», φυσικά, παράνομα! Κατόπι «παρατέθη» μέσα στο θάλαμο το επίσημο γεύμα μας. Φάγαμε κρέας, κρέας γίδας με πατάτες (ευτυχία σπανιώτατη!), ήπιαμε κρασί όσο θέλαμε και μας δώσανε και φρούτα: μήλα της… εσχάτης υποστάθμης.
Το βράδυ είχαμε θεατρική παράσταση.
Λησμόνησα να ειπώ, ότι την παραμονή το βράδυ είχε διάλεξη ο Γληνός (από τις καλύτερες που έχει κάνει ίσαμε τώρα)  για τις νέες οικονομικές πολιτικές και ψυχολογικές συνθήκες που δημιουργηθήκανε στη Ρωσία μετά την επανάσταση και μεταμορφώσανε σύρριζα το ένα έχτο της ανθρωπότητας.
Ύστερ’ από όλ’ αυτά είχε δίκιο ο σύντροφος που είπε:
-Μονάχα εμείς οι αιχμάλωτοι είμαστε σήμερα… λεύτεροι στην Ελλάδα! Πουθενά αλλού δε γιορτάστηκε η οχτωβριανή επανάσταση, παρά μονάχα στα ξερονήσια μας!».
Εκτός από την εξορία, ο Βάρναλης με ανάλαφρο πνεύμα γράφει και στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με την επιμέλεια Γ. Ζεβελάκη, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κ. Βάρναλη «Φέιγ Βολάν της Κατοχής», σελ. 334, με χρονογραφήματα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πρωία» στη διετία 1942-43. για το βιβλίο αυτό ο Γ.Ν. Περαντωνάκης, «Βιβλιοθήκη» 16 Νοεμβρίου 2007, ανάμεσα στα άλλα γράφει:
«Τα κείμενά του δεν έχουν μόνο αρχειακή αξία· είναι πρωτίστως έργα που αποτυπώνουν τη ζωή στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του ’40 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν σπουδαία πηγή για την ιστοριογραφία. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι διαβάζονται κάλλιστα και σήμερα σαν μικρές κάρτ-ποστάλ  από μια άλλη εποχή, οι οποίες όμως διατηρούν τη φρεσκάδα, την παραστατικότητα και την πάντα επίκαιρη ματιά τους ακόμα και μετά 60 χρόνια. Ο σημερινός αναγνώστης δεν εγκλωβίζεται σε μια παλιομοδίτικη θέαση της Ελλάδας, αλλά κυριολεκτικά αιφνιδιάζεται από την τόσο κοντινή σε μας δημοτική του, μια γλώσσα που δεν φαίνεται καθόλου μεσήλικη και παρωχημένη. Τα ελληνικά του Βάρναλη είναι τόσο νεανικά, τόσο «σύγχρονα» που, αν κανείς δεν ήξερε πότε έγραψε τα χρονογραφήματά του, θα μπορούσε κάλλιστα να τα θεωρήσει σημερινά».
Το κυριότερο συμπέρασμα είναι η σατιρική διάθεση, το «τερπνόν μετά του ωφελίμου», να τι λέγει καταλήγοντας ο Γ.Ν. Περαντωνάκης:
«Ο Βάρναλης αναπλάθει την Αθήνα της εποχής με σατιρική διάθεση, χωρίς μομφές ή καυστικά σχόλια –ιμπρεσιονιστικά κατά τον Ζεβελάκη. Βλέπει τον μέσο Έλληνα να ασχολείται με την καθημερινότητά του και γελά με τις κουτοπονηριές του, τα ευτράπελα γεγονότα που καρυκεύουν τη ζωή του και καλοκάγαθα, θα μπορούσε κανείς να πει, γελά μαζί του παρασύροντας και τον αναγνώστη σε χαμόγελα θυμηδίας. Συχνές είναι οι αναφορές τους την παλιά Αθήνα, στην προ της Κατοχής φανταζόμαστε, την οποία θυμάται με αναπόληση και νοσταλγία. Η σύγκριση παρελθόντος-παρόντος θυμίζει πολλούς ηλικιωμένους της εποχής μας που νοσταλγούν την αυθεντική ζωή περασμένων δεκαετιών· αντίστοιχα και ο χρονογράφος τίθεται υπέρ του παρελθόντος, καθώς η κατάσταση της πρωτεύουσας του ενός εκατομμυρίου κατοίκων είναι απογοητευτική. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αλλά αυτή η νοσταλγία δείχνει πως όλοι αυτοί δεν είναι ευχαριστημένοι με την τωρινή μορφή της πρωτεύουσας. Αγαπούνε τις παλιές συνοικίες, τα στενά και γραφικά σοκάκια, τους παλιού τύπους και τα παλιά ήθη. Η χρονική απόσταση δίνει σ’ όλ’ αυτά μιαν αίγλη ειδυλλιακή».
Ο Βάρναλης δεν καταγράφει απλώς, ούτε σατιρίζει. Παρατηρεί, συνθέτει τα χρονογραφήματά του με ποιοτική λογοτεχνικότητα, άλλοτε με μικρές αφηγήσεις, άλλοτε με διαλόγους κι άλλοτε με θεατρικές σκηνές, αλλά ταυτόχρονα στοχάζεται και διδάσκει. Στο τέλος πολλών κειμένων του εξάγεται το συμπέρασμα, συχνά σε μορφή επιμύθιου, ενώ παντού ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι το πρόσχημα, για να ανατάμει την ελληνική πραγματικότητα βλέποντας την ακτινογραφία της. Δεν παύει να χαμογελά, αλλά συνάμα αναγνωρίζει μια λεπτή φιλοσοφικότητα (που σπανιότερα γίνεται εμφανώς ορατή, όπως όταν συζητεί το φαινόμενο του πλούτου), η οποία διανθίζεται με διακειμενικές αναφορές στο αρχαίο πνεύμα, σε σύγχρονους Έλληνες ποιητές, όπως ο Καβάφης, στο δημοτικό τραγούδι και στον Φάουστ, παραπομπές που δείχνουν την ευρεία παιδεία του ποιητή.
«Τα πιο σπουδαία πράγματα τα είπαμε στ’ αστεία», λέει το τραγούδι. Ο Βάρναλης καταφέρνει και συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, το βαθύ με το ανάλαφρο, το σατιρικό με το στοχαστικό. Ο σημερινός αναγνώστης δεν οσφραίνεται τη μουχλιασμένη οσμή μια αλλοτινής περιόδου, αλλά απολαμβάνει τη φρεσκάδα, τη δροσιά και τη διαχρονικότητα τόσο της γλώσσας όσο και των θεμάτων του».


ΠΟΣΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ;

Χρήσιμο και σκόπιμο, ύστερα από όλη αυτή την περιδιάβασή μας στο Βαρναλικό σύμπαν, είναι να αναρωτηθούμε να έχει να πει κάτι σήμερα, σε μας και στα παιδιά μας, ο Κώστας Βάρναλης.
Ξεκινώ από τη θέση του στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ο Βάρναλης μπήκε στα Κείμενα Λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου μετά τη Μεταπολίτευση. Στα εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται στο τρέχον σχολικό έτος: Στο Γυμνάσιο εξετάζεται στην τρίτη τάξη το ποίημα «Ορέστης».  Στο Λύκειο, έτσι που είναι η κατανομή ύλης, ο Βάρναλης εξετάζεται στην Α΄ Λυκείου: «Οι μοιραίοι», «Οι Πόνοι της Παναγιάς» (από τους «Σκλάβους Πολιορκημένους»), ο πρόλογος της ίδιας συλλογής με τίτλο «Πάλι μεθυσμένος είσαι…» και το ποίημα «Το πέρασμά σου». Προτού σχολιάσω αυτή την ελλειπή εκπροσώπηση του Βαρναλικού έργου, να σημειώσω ότι στα αμέσως προηγούμενα βιβλία, στο Γυμνάσιο αντί του «Ορέστη» διδασκόταν ο πρόλογος της συλλογής «Το φως που καίει»,  το ποίημα «Η θάλασσα» στην Τρίτη Γυμνασίου επίσης. Στο Λύκειο τα διδασκόμενα ποιήματα και παλιότερα ήταν τα ίδια, όμως διδάσκονταν δύο στη Β΄ Λυκείου και δύο στη Γ΄ Λυκείου -όχι όλα στην Α΄ τάξη. Τι σημαίνει αυτό; Με την τελευταία ισχύουσα κατανομή ύλης υπάρχει υποβάθμιση, που επιτείνει τη γενική υποαντιπροσώπευση του έργου του Κ. Βάρναλη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σαφώς τα διδασκόμενα ποιήματα είναι πολύ λίγα (ακόμη κι αν δεχθούμε ότι διδάσκονται όλα όσα ανθολογούνται), ενώ παρασιωπάται η πεζογραφική του δουλειά, κύρια η «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», αλλά και τα αισθητικά και κριτικά κείμενά του. δεν προχωρώ σε ανάλυση των παραγόντων που επιδρούν σ’ αυτούς τους αποκλεισμούς…
Παραθέτω ένα κείμενο του Κ. Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» 2.2.1956. Πόσο επίκαιρο, μάθημα εθνικής αυτογνωσίας!

«Άνευ προηγούμενου»
Ο Αττίλας της Κύπρου (όπως τον είπανε), δεν αρκείται να μαστιγών’ ηρωικά τα παιδάκια των 12 χρονών και να τα ξεσκίζει με τ’ αγριόσκυλά του, παρά τους κλείνει και τα σκολειά… Προχτές έκλεισε το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας κι «εστέρησε την μόρφωσιν 2.200 μαθητών», όπως λέγει στη διαμαρτυρία του ο σύλλογος των καθηγητών, που χαρακτηρίζει τη σχετικήν απόφαση του Αττίλα «άνευ προηγουμένου στην ιστορία τα εκπαιδεύσεως...».
Λάθη δυό. Πρώτον, αυτό θέλει ο Τύραννος. Να στερήσει τη μόρφωση των δούλων του.  Και δεύτερο, δεν είναι «άνευ προηγουμένου» το μέτρο τούτο. Το εφαρμόζει πάντοτες ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός όπου πάτησε το πόδι του. κυνηγάει τη μόρφωση –το ξύπνημα- των υποδούλων ή… «συμμάχων». Ή κλείνει τα σκολειά· ή δεν χτίζει άλλα, ή κι αν χτίζει κανένα (στις πρωτεύουσες για το θεαθήναι) φροντίζει να χαλάει έτσι τη «μόρφωση», που ο μορφωμένος δούλος να γίνεται πιο δούλος από τον αμόρφωτο.
Ας ξαναθυμηθούμε τα ξετσίπωτα λόγια, που είπε στη Βουλή ο λόρδος Ράνσιμαν:
-Πρέπει να προσέχουμε πολύ στο ποιόν και στο ποσόν της μόρφωσης, που δίνουμε στους Ασιάτες… για να μη φθείρεται η … αγνότητα της ψυχής τους και ζητάνε πράματα, που τα καταδικάζουν ο Θεός, η Φύσις κι ο Απόλυτος Λόγος…
Τι πράματα; Την ελευθερία. Την εξίσωση των κατωτέρων φυλών με τις ανώτερες! Φρίκη!...
Αλλά πολύ παλαιότερα τα ’πε άλλος λόρδος, ο … φιλέλλην λόρδος Λοντόντερυ, κυνικότατα στην αγγλική Βουλή, και μάλιστα για μας τους Έλληνες:
-Οι Έλληνες πρέπει να γίνουν λαός μικρόψυχος, ως οι λαοί του Ινδοστάν, δια να είναι ακίνδυνοι!...
Και πως γίνονται οι λαοί μικρόψυχοι; Με την τρομοκρατία, βέβαια, και με την συνεργασία της ντόπιας ηγετικής τάξης, αλλά προπαντός με το περιορισμό της μόρφωσης και τη διαστροφή της μόρφωσης που σκοτώνει το φρόνημα, αποσυνθέτει το ηθικό και κατασκευάζει δούλους. Η πλαστογράφηση της Ιστορίας, η κατασυκοφάντηση των εθνικών ηρώων κι η καταδίκη των απελευθερωτικών κινημάτων είναι ό,τι χρειάζεται για το μεγάλο Ιδανικό της υποταγής. Και δεν είναι μόνο οι ιμπεριαλιστές, που εφαρμόζουν αυτό το μέτρο του σκοταδισμού στους ξένους λαούς παρά (σε καιρούς παρακμής) κι οι ντόπιοι κύριοι εναντίον των ομοεθνών τους.
Οι σκύλοι, τα μαστίγια, οι φυλακές, το όπιον, η πείνα, η εκπόρνευση, συμπληρώνουνε το έργο της μικρόψυχης παιδείας…
Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς που οι Άγγλοι κλειούνε τα σκολειά της Κύπρου. Θα ’πρεπε ν’ απορεί, αν δεν τα κλείνανε… Το μη κλείσιμο των σκολειών κι η φρονηματιστική κι εθνική μόρφωση των υποδούλων θα ήτανε γεγονός «άνευ προηγουμένου».
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ


*

Φυλλομετρώντας στο αρχείο μου τεύχη της «Βιβλιοθήκης» της «Ελευθεροτυπίας» για το χρονικό διάστημα 2001-2007, ώστε –ενδεικτικά έστω –να δούμε πως προσεγγίζουμε στον 21ο αιώνα το Βάρναλη και το έργο του, βρήκα δύο Αφιερώματα (23 Μαρτίου 2001 το πρώτο και το δεύτερο 16 Νοεμβρίου 2007). Επιπλέον, στις 5 Δεκεμβρίου 2003 μια Βιβλιοπαρουσίαση / Βιβλιοκριτική για «το φως που καίει» του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.  Για το βιβλίο αυτό βρήκα στο αρχείο μου ένα ανάλογο κείμενο της Τιτίκας Δημητρούλια από την «Καθημερινή», της ίδιας περιόδου. Τα κείμενα της «Βιβλιοθήκης» υπογράφονται από τον Κ. Παπαγεωργίου (2001, 2003, 2007) και το Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (2007). Τα παραπάνω αναφερόμενα κείμενα εκτός από ένα, αναφέρονται στην ποιητική του παρουσία. Το ένα κείμενο του 2001 αναφέρεται στο «Σολωμό».
Κάποια μικρά αποσπάσματα των κειμένων αυτών, νομίζω, απαντούν στο ερώτημά μας, πόσο επίκαιρος είναι ο Κ. Βάρναλης. Να αναφέρουμε ότι στα χρόνια μας έχουμε επανέκδοση των έργων του Βάρναλη από τις εκδόσεις του Κέδρου πάντοτε, πράγμα που γενικά πιστοποιεί και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Με την ευκαιρία, λοιπόν, της νέας έκδοσης του βιβλίου «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» με επιμελητή του βιβλίου το Γιώργο Βελουδή, ο Κ.Γ. Παπαγεωργίου (2001) σημειώνει :
«Μοναδική μέριμνα του Βάρναλη είναι να αντιμετωπίσει τον Σολωμό «εντός τόπου και χρόνου»· να τον αποκαταστήσει, μάλλον, στον τόπο του (Επτάνησα) καις τον καιρό του, διαφωνώντας ριζικά με τις απόψεις του Αποστολάκη, σύμφωνα με τις οποίες, όπως σαρκαστικά συνοψίζει ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του (1935): «ο αληθινός καλλιτέχνης φεύγει από το περιβάλλον του· το εγώ είναι το κέντρο του κόσμου· η ουσία της ποίησης είναι τα ιδανικά… του 1830· αφού υπάρχει Θεός, ο σοσιαλισμός είναι γελοίος και οι οπαδοί τους σκουλήκια της γης· οι λέξεις είναι αληθινή πραγματικότητα, ενώ η πραγματικότητα είναι… ψεύτικες λέξεις· ο Σολωμός δεν έκανε έρωτα με γυναίκες, γιατί δεν του περίσσευε: είχε δώσει όλη του την καρδιά στους αγωνιστές της… πατρίδας κ.τ.λ. κ.τ.λ.». Λέγοντας ότι επιθυμεί να τον αντιμετωπίσει «εντός τόπου και χρόνου», εννοεί ως «τέτοιον που είτανε και όχι τέτοιον, που πρέπει να είναι». Και προσεγγίζει τον άνθρωπο και τον ποιητή Σολωμό, με τη «μεθοδικότητα» και τη «συστηματικότητα» που του επιβάλλει η αισθητική του θεωρία (μια θεωρία βασισμένη, κατά τον επιμελητή της έκδοσης, στην «αρκούντως μαρξιστική ή τουλάχιστον μαρξίζουσα θεωρητική βάση και συγκρότησή {του}[…], μέσα στα πλαίσια και τις δυνατότητες, εννοείται, του ελληνικού του «περιβάλλοντος» και της εποχής του, στο δικό του ″τόπο και χρόνο″».
( . . . )
Σημαντική προσθήκη στο, ούτως ή άλλως, μεγάλου ενδιαφέροντος, ακόμα και  στις μέρες μας, κείμενο του Βάρναλη, αποτελεί, αναμφισβήτητα, και το «Φιλολογικό σημείωμα» του κ. Βελουδή, το οποίο, με το πλήθος των φιλολογικών και ιστορικών πληροφοριακών στοιχείων (ιδίως αυτών που σχετίζονται με την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα) που παρέχει στο σημερινό αναγνώστη, τον διευκολύνει για μιαν όσο γίνεται πιο απρόσκοπτη πρόσβαση στο βαρναλικό κείμενο, αλλά και στην πλήρη κατανόηση των λόγων που ώθησαν τον Βάρναλη στη συγγραφή του. Αναγνωρίζοντας στον τελευταίο το σημαντικότατο ρόλο που διαδραμάτισε στο πεδίο των σολωμικών μελετών, εξ αιτίας, κυρίως, της εντυπωσιακής ευχέρειάς του να αναφέρει ονόματα «από τη νεότερη, την ευρωπαϊκή κυρίως, γραμματεία», απόδειξη «του εύρους λογοτεχνικής –αισθητικής παιδείας του, αλλά και πρόσφορα για τον εντοπισμό των πηγών και του στίγματος της (κοσμο)θεωρητικής του συγκρότησης». Κι ακόμα, αποδίδοντας την εξαιρετική, για το είδος της λογοτεχνικής κριτικής, ιδιοτυπία του Βάρναλη: στην ευτυχή σύζευξη επιστημονικής –ερμηνευτικής θεωρίας και εξωεπιστημονικής ποιητικής –λογοτεχνικής –«παραστατικής» γραφής· σύζευξη που αποδεικνύεται και από τη σχεδόν ταυτόχρονη γραφή δύο εξ ορισμού διαφορετικών ειδών /έργων :του Σολωμού χωρίς μεταφυσική και των Σκλάβων πολιορκημένων».
Μιλώντας, το 2003 ο Κ.Γ. Παπαγεωργίου για την ποιητική συλλογή «Το φως που καίει», που επανεκδόθηκε στον «Κέδρο» με τη φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Δάλλα, ανάμεσα στα άλλα παρατηρεί:
«Ο Γιάννης Δάλλας, με την αντικειμενικότητα που του επιτρέπει η ιδεολογική του ανεξιθρησκεία, το αναπόφευκτο καταλάγιασμα των «παθών» και, πάνω απ’ όλα, η φιλολογική του σκευή και ευσυνειδησία, σε συνδυασμό με την ποιητική του αισθαντικότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Βάρναλης λειτούργησε, πάνω απ’ όλα, ως ένας βαθύτατα ιδεολογικά προβληματισμένος άνθρωπος, όχι όμως με την ιδιότητα του θεωρητικού αλλά με αυτήν του ιδεολόγου ποιητή. Ως τέτοιος είναι που σπάζει, φυσικά και αβίαστα, το κέλυφος του ιδεαλισμού και δίνει στην ποίησή του μια πρωτόφαντη, για τα ως τότε ελληνικά δεδομένα, οικουμενικότητα (ο Μανόλης Λαμπρίδη διακρίνει τον Μώμο να έχει «εγκατασταθεί σε μια γωνίτσα και να κοιτάζει ερωτηματικά»στον γραμμένο τρία χρόνια νωρίτερα Προσκυνητή, όπου η ατομική ψυχή του ποιητή, και η βασανιστική συνείδηση φτιαγμένη από τη διανόηση […] και στην ιδέα ότι το ξεσκλάβωμα του κόσμου δεν μπορεί να είναι παρά προϊόν της αυτόνομης και αυτοδύναμης δραστηριότητας των εργαζομένων» (Λαμπρίδης), που συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης «εσωτερικής διαλεκτικής» και κάνει την ώριμη ποίησή του (Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι) να ξεχωρίζει από την ποίηση των «επαναστατών» ποιητών της γενιάς του ’30».

Η Τιτίκα Δημητρούλια, εξάλλου, στο κείμενο της καταλήγει:
«Η ποίηση του Βάρναλη, πλάι σ’ αυτήν του Ρίτσου, αλλά και του Αραγκόν, του Νερούδα και του Μαγιακόφσκι ακόμα, μας αφορά σήμερα διπλά: ως οικουμενική τέχνη, αλλά και ως τέχνη αγωνιστική, που μπορεί να ανοίξει δρόμους για μια νέα στράτευση· όχι αναγκαστικά προτρέποντας, αλλά ίσως και αποτρέποντας –από λάθη και τις αστοχίες του παρελθόντος».

Τέλος, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου προσεγγίζοντας σφαιρικά την ποίηση του Βάρναλη το 2007 επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα·  ″Ποια στοιχεία του επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας;″. Επιλέγουμε κάποια σημεία:
«Πως θα μπορούσαμε σήμερα να αποτιμήσουμε των ώριμο Βάρναλη και τι σημασία μπορεί  να έχουν για μας τα επιτεύγματά του, αν μπορούμε να μιλήσουμε όντως για επιτεύγματα; Νομίζω πως τον καλύτερο δρόμο από μια τέτοια άποψη τον έχει δείξει ο Γιάννης Δάλλας, ο οποίος εξετάζοντας το «Φως που καίει» και τους «Σκλάβους Πολιορκημένους» σημειώνει πως εκείνο το οποίο οφείλουμε αμέσως να προσέξουμε στη μέθοδο εργασίας του ποιητή είναι η τακτική του σφετερισμού. Τι ακριβώς, όμως, μπορεί να σημαίνει σφετερισμός εν προκειμένω; Ο Δάλλας παρατηρεί ότι και στις δύο συλλογές του ο Βάρναλης σφετερίζεται την αρχική εικόνα της πηγής του, που μπορεί να είναι ο Προμηθέας, ο Χριστός ή ο Διονύσιος Σολωμός, για να της αντιπαρατεθεί ιδεολογικά. Ο ποιητής αντιπαραβάλλει στον παγανισμός της αρχαιότητας (Προμηθέας), στην άδολη (μεταφυσικής τάξης) αγάπη του Ιησού και στην ουράνια σφαίρα της τέχνης (ο Σολωμός μέσω του γερμανικού ρομαντισμού) τον πραγματισμό της ύλης και της καθημερινότητας, την ανάγκη για επαναστατική έγερση υπέρ ενός κόσμου από τον οποίο θα πρέπει να λείψουν η ανισότητα και ο ταξικός παραμερισμός και την ιδέα για μιαν αισθητική που θα πατάει και με τα δυο της πόδια στη γη, πολεμώντας για λογαριασμό των πολλών και των (προφανώς) αδικημένων».

Ποιος, λοιπόν, είναι ο πυρήνας της όλης δημιουργίας του; Απαντά ο Β. Χατζηβασιλείου:
«Στην καρδιά της βαρναλικής προβληματικής τοποθετούνται τώρα μετ’ εμφάσεως οι ανθρωποκεντρικές αξίες: η πεποίθηση πως τόσο ο πολιτικός στοχασμός και η γλώσσα όσο και η δημιουργία ή η καθημερινή ζωή οφείλουν να ανταποκριθούν στη σημαντικότερη έκκληση του καιρού –στη συστράτευση για την προστασία του ανθρώπου από τον πόλεμο, την αδικία και τον μαζικό ή τον ατομικό εξευτελισμό. Βεβαίως, ο Βάρναλης δεν είναι ακριβώς μαρξιστής, μια και δεν δουλεύει ποτέ με έννοιες ή εργαλεία της μαρξικής θεωρίας, ούτε μοιάζει να κατέχει, όπως προσφυώς  έχει επισημάνει ο Αργυρίου, τις βαθύτερες επεξεργασίες της. Η πορεία του προς την Αριστερά πραγματοποιείται με βάση τα εφόδια και την αγωγή της νιότης του (το κλασικό ιδεώδες και τον χριστιανισμό), των οποίων το είδωλο αντιστρέφεται (ένα είδος ταξιδιού στους αντίποδες)  για να προσαρμοστεί στις καινούριες του διαθέσεις».

Ολοκληρώνοντας την προσέγγισή του αυτή ο Χατζηβασιλείου, μας οδηγεί στη «σκωπτική και ειρωνική του διάθεση»:
«Τι θα σώσουμε εντέλει (αν πρέπει κάτι να σώσουμε)  από τον ώριμο Βάρναλη; Σίγουρα όχι τη στράτευσή του, σίγουρα όχι και την πρόσδεσή του στην ποιητική παράδοση. Σκέφτομαι πως ένα χαρακτηριστικό το οποίο δεν έχει χάσει κατά το παραμικρό τη ζωντάνια του, τόσο στο «Φως που καίει» όσο και στους «Σκλάβους Πολιορκημένους», είναι η πολυμέρεια, η εφευρετικότητα, η πολυφωνία, αλλά και η γλωσσική ή υφολογική ποικιλία της ποιητικής σύνθεσης. Ο Βάρναλης έχει δουλέψει πολύ για να οργανώσει τον σκηνικό του χώρο και αποδίδει με πραγματική ένταση και με πλήθος χρωματισμούς την κίνηση ή την ακινησία των ποιητικών του προσώπων στο εσωτερικό του, παρουσιάζοντας εκ παραλλήλου με πολύ ισορροπημένους ρυθμούς την εναλλαγή τους στο προσκήνιο της δράσης.
Όλα τούτα αποτελούν, ασφαλώς, ένα κρατούμενο. Η πιο κρίσιμη, όμως, διάσταση της βαρναλικής ωριμότητας είναι εκείνη την οποία έχει ξεχωρίσει και πάλι ο Δάλλας: η σκωπτική και η ειρωνική της διάθεση, όπως εκφράζεται στους βασικούς ήρωες του «Το φως που καίει», που δεν είναι άλλοι από την Αριστέα, τη Μαϊμού και τον Μώμο. Η Αριστέα, η Μαϊμού και ο Μώμος: ήρωες πνιγμένοι από το πικρό ή και δηλητηριασμένο γέλιο τους, ήρωες τρελαμένοι από το μένος τους για κοροϊδία και αποκαθήλωση, ήρωες, τέλος, δυστυχείς και συνάμα πανευτυχείς με το γεγονός ότι είναι αναγκασμένοι να ζουν σε έναν τόσο εξαθλιωμένο και παράταιρο κόσμο –δυστυχές επειδή τίποτε εν τους εγγυάται, παρ’ όλες τις μεγάλες επαναστατικές υποσχέσεις, πως θα μπορέσουν κάποτε να απαλλαγούν από τα δεινά του, ευτυχείς επειδή τους έχει δοθεί η χάρη (η χάρη της σατιρικής τέχνης) να τον χλευάσουν και να τον προπηλακίσουν έως θανάτου. Έτσι, ο Βάρναλης μοιάζει να αποδεσμεύεται από τη χριστιανική θεολογία της νιότης του, αλλά να αραιώνει διακριτικά την κομμουνιστική θεολογία της ώριμης φάσης του. Γιατί –και κλείνω μ’ αυτό- αν ακούγεται ο Μώμος να διαλαλεί από τη μια μεριά, ξαποστέλνοντας οπωσδήποτε ένα μεγάλο κομμάτι της σατιρικής του οργής, «Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φορά… από την αρχή», η Μαϊμού τρέχει να βροντοφωνάξει από την άλλη, σε μιαν αποθέωση του αρνητισμού και του αυτοσαρκασμού της : «Για σένα ντύθηκα φουστάνι,/κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνει/ να χω ταγίνι ταχτικό, /να με φυλάς κι από κακό».

Κλείνοντας την πολύπλευρη προσέγγισή μας στο έργο του Κώστα Βάρναλη, θα παραθέσουμε δύο σύγχρονων ερευνητών τα συμπεράσματα.
«Επιγραμματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Βάρναλης κατορθώνει να είναι ρεαλιστής, μολονότι χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τη συμβολική-μυθική μέθοδο, και παράλληλα πρωτοποριακός καινοτομώντας όμως μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια» (Θεανώ Ν. Μιχαηλίδη).

«Ο διονυσιασμός, ο αισθησιασμός, ο ριζοσπαστικός αντικομφορμισμός του και , κυρίως, η οξύτατη σατιρική του διάθεση συνδέονται απευθείας με την παράδοση της μεσαιωνικής αφηγηματικής ποίησης και των λαϊκών σατιρικών δρώμενων. (…) Η παγανιστική, η διονυσιακή πλευρά της ποίησης του Βάρναλη είναι εκείνη που προβάλλει την απεριόριστη ελευθερία, σατιρίζοντας τελικά κάθε αφηρημένη μεταφυσική ιδέα» (Αλέξης Ζήρας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου