Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

ΕΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ-ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ,ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΣ



G. Gounaro

ΕΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Δημήτρης Παπαστάμου
Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης


Η μορφή της τέχνης επηρεάζεται βαθύτατα από τον χώρο μέσα στον οποίο γεννιέται και εξελίσσεται· είναι όμως απόρροια της ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη, των καταβολών και της παραδόσεως, που τον οδηγεί να υιοθετήσει μια κατεύθυνση πάντοτε συγγενική με τα στοιχεία που φέρνει μέσα του. Η τέχνη του «άπλετου φωτός»του Γουναρόπουλου συνδέεται άμεσα με την καταγωγή του. Ο ζωγράφος προέρχεται από μια οικογένεια της οποίας οι γεννήτορες είναι δεμένοι με την αρχαιότερη αποικία των Ελλήνων στην βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, την αρχαία Σωζόπολη. Ο προστάτης θεός της ήταν ο Απόλλων, το λατρευτικό του άγαλμα το είχε σμιλεύσει ο γλύπτης Κάλαμις και η πόλη έφερε το όνομα Απολλωνία, που πολύ αργότερα, μόλις τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν εκχριστιανίσθηκε, μετονομάσθηκε σε Σωζόπολη. Το 1929, ύστερα από μακροχρόνια παραμονή στο Παρίσι, παρουσιάζει ο Γουναρόπουλος στην Αθήνα, στην αίθουσα Στρατηγοπούλου, την πρώτη ατομική του έκθεση, με έργα που ήταν τελείως διαφορετικά από την προ του 1919 δουλειά του, επιβράβευση της οποίας υπήρξε η υποτροφία Αβέρωφ, που πήρε ο νεαρός ζωγράφος για της Ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere, στο Παρίσι.
Η έκθεση αυτή του 1929, παρ’ όλα τα εγκωμιαστικά και γεμάτα θαυμασμό λόγια την νεαρών κριτικών της εποχής, που όμως, όπως ομολογούν και οι ίδιοι, δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα νέα στοιχεία σχεδίου, συνθέσεως και χρώματος που μόρφωναν το έργο του ζωγράφου, αντιμετώπισε την αντίδραση του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Η αντίδραση όμως αυτή του Παπαντωνίου μετατράπηκε σε θαυμασμό, όταν ο Γουναρόπουλος ζωγράφισε, μόνο από αποδεικτική διάθεση, το πορτραίτο της μητέρας του, με σχεδιαστικά και χρωματικά δεδομένα που θύμιζαν τα διδάγματα των δασκάλων του στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών –Καλούδη, Γερανιώτη, Βικάτου, Ροϊλού και Ιακωβίδη. Με την έκθεσή του αυτή, το 1929, ο ζωγράφος παρουσίαζε όχι μόνο το μέτρο της ανελικτικής του πορείας –σημάδευε τις κατευθύνσεις της ζωγραφικής- αλλά και υπογράμμιζε την διαμαρτυρία του για ένα καθυστερημένο πια πνευματικά ακαδημαϊσμό και έναν υποτονικό χρωματικά εμπρεσιονισμό, που δεν έπρεπε να έχουν θέση στη νεοελληνική ζωγραφική του εικοστού αιώνα.
Είχα τελευταία τελείως αναπάντεχα την ευκαιρία να μελετήσω σαράντα έργα του Γ. Γουναρόπουλου που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε στο Παρίσι, και επειδή ανήκουν σ’ ένα συλλέκτη θα πρέπει να προέρχονται από την εποχή που ο Γουναρόπουλος συνεργαζόταν με την Galerie VavinRasp ail,  γύρω στα 1926. Σ’ όλους τους πίνακες η ανθρώπινη μορφή παίζει τον ρόλο του πρωταγωνιστή και έχει σαν κύριο σκοπό να μην επιτρέψει την παραγνώρισή της. Πάνω όμως και πέρα απ’ αυτή, ο θρίαμβος του φωτός κυριαρχεί απόλυτα. Εδώ εφαρμόζεται το αξίωμα του Λεονάρδου ντα Βίντσι, που ήδη πολύ παλιά, στον 6ον αιώνα π.Χ., είχαν συλλάβει σαν ιδέα οι Έλληνες αρχιτέκτονες και γλύπτες: Σκοτάδι είναι η  άρση του φωτός, φως είναι η άρση του σκότους. Σήμερα, όσο και αν οι καλλιτέχνες του αιώνα μας βλέπουν τον κόσμο από άλλη σκοπιά απ’ εκείνη των αρχιτεκτόνων του Παρθενώνα ή των ζωγράφων της Αναγεννήσεως, εν τούτοις και αυτοί αντιλαμβάνονται το φως και τις χρωματιστές σκιές σαν θριαμβευτές και πρωταγωνιστές στο έργο τους. στη ζωγραφική του Γουναρόπουλου μια πνευματική ατμόσφαιρα συνδέει το σύνολο που αναδύεται από κάθε πίνακα, όπου μορφές, σχήματα και χρώματα συνθέτουν καλοζυγισμένες, μελετημένες, γεμάτες κίνηση παραστάσεις, που να και έχουν κοινά θεματογραφικά στοιχεία –την γυναίκα, τον βράχο, το νερό και τον αόρατο αέρα-, είναι τόσο διαφορετικές η μια από την άλλη. Αυτά τα έργα δικαιολογούν απόλυτα τον ενθουσιασμό και ερμηνεύουν το νόημα των εργασιών δύο κυρίως μελετητών της ζωγραφικής του Γουναρόπουλου : του Γ. Μουρέλου, που έγραψε το κείμενο της σειράς «Artistes grecs contemporains» και του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου με την μελέτη του «Η ζωγραφική του Γ. Γουναρόπουλου», δημοσιευμένη στον «Ζυγό»(τ. 70, 1961, σελ. 5). Εκτός απ’ αυτές τις μελέτες, η αναδρομική έκθεση του Γουναρόπουλου τώρα τον Μάιο στην Εθνική Πινακοθήκη θα δώσει την ευκαιρία για μια γενική θεώρηση του έργου του, με βάση την σύγχρονη αντικειμενική, επιστημονική, τεχνοϊστορική και κοινωνικοπολιτιστική ανάλυση της εικαστικής τέχνης του τόπου μας και θα κάνει κατανοητό ότι η άμεση ικανοποίηση της αισθαντικότητας και της διανόησης που μας προσφέρει το έργο του απορρέει από την πραγματική αναγέννηση του καλλιτεχνικού του ενστίκτου που συνέβη στα χρόνια της μαθητείας του στο Παρίσι και με αυτήν συνδέει εδώ και μισόν αιώνα το καλλιτεχνικό του «πιστεύω».
«Ποιητική», «λυρική» και ακόμα χρωματικά «ορφική», η ζωγραφική του μας χαρίζει ένα «κοσμικό» χρωματικό σχηματισμό, μια συγκινητική ανησυχία γραμμών και ένα μαγικό, άγνωστο, ατελεύτητο «νέο» που περικλείει κάθε πίνακάς του. Η απελευθέρωση από την εγκεφαλική στενότητα του αντικειμένου δημιουργεί ένα σύνδεσμο που ξεκινά από την ελευθερωμένη «φόρμα»και ενώνεται με την επίσης έξω από τα όρια του αντικειμένου απελευθερωμένη χρωματική έκφραση, στοιχεία μιας «υπερκόσμιας ζωγραφικής», που κυριότερος εκπρόσωπος και δάσκαλος στον τόπο μας είναι ο Γουναρόπουλος. Στα έργα σχεδόν μιας εξηκονταετίας, ο χώρος, το αντικείμενο και το φως υποτάσσονται στη δύναμη του χρώματος και υποβάλλονται απ’ αυτό. Η ιδιαίτερη, διάχυτη πάνω στους πίνακές του, αίσθηση της «ζωγραφικής μαγείας» γίνεται απόλυτα αντιληπτή και εκφράζεται με την γραμμή του σχεδίου του θέματός του. Σχεδόν μονοχρωμίες -όπως οι έγχρωμες εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο αυτό- με επιμηκυνόμενα ή επιβραχυνόμενα περιγράμματα και άψογα δοσμένες τεχνικά φωτιστικές ανταύγειες, απωθούν το βάρος μιας μορφικής ή σχηματικής μελαγχολίας και προσφέρουν «νατουραλιστικές» ζωγραφικές αισθητικές απολαύσεις. Η δυναμική όμως τεχνική του παρασύρει σε μιαν αίσθηση χώρου και φωτός που εκτείνεται πέρα από τα καθαυτό νατουραλιστικά όρια του γήινου κόσμου και προσπαθεί να δώσει ένα οπτικό βασίλειο, το οποίο όχι μόνο διαφέρει κατά την αντίληψη των εννοιών του χώρου αλλά και προσθέτει στις τρεις μέχρι τότε γνωστές διαστάσεις και την τέταρτη, που είναι ο χρόνο. Το μικτό σχήμα –χρόνου, χώρου και μορφής- βρήκαν στον Γιώργο Γουναρόπουλο και στη ζωγραφική του τη μεγαλύτερη αισθητική ενσάρκωση που κατορθώθηκε και εντάχθηκε σαν σταθμός στην νεοελληνική ζωγραφική της εποχής του μεσοπολέμου, ακριβώς όπως η εικόνα –λόγος, χρώμα και κίνηση, έγιναν τα γλωσσικά στοιχεία μιας νέας επικοινωνίας της εποχής που άρχισε με τα «μανιφέστα του σουρεαλισμού» και το «μανιφέστο του ρεαλισμού» του 1920.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου