Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΟΥ Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ



Η  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ


του κ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου


Είναι κάπου είκοσι χρόνια, που βρίσκομαι σιμά στο Γουναρόπουλο. Στα 1929, στην αίθουσα του Στρατηγόπουλου, γνώρισα για πρώτη φορά το έργο του. Θυμούμαι, πως μου προξένησε βαθύτατη εντύπωση. Πολλά στοιχεία του δε μπόρεσα ευθύς εξ αρχής να τα τοποθετήσω και να τα ερμηνεύσω, αλλ’ ήμουν βέβαιος, πως είχα ν’ αντιμετρηθώ με μια ισχυρή εικαστική ιδιοφυία. Και γενικότερα, άλλωστε, η έκθεση αυτή, του 1929, υπήρξε καλλιτεχνικό γεγονός. Καθιέρωσε το Γουναρόπουλο στην ελληνική συνείδηση. Όταν αργότερα, πολύ αργότερα, αγαθή συγκυρία μ’ έφερε σιμά του, ένιωσα πληρέστερη την έλξη προς το όραμά του και προς τις διαδοχικές πραγματώσεις του. Ο Γουναρόπουλος είναι δύσκολος άνθρωπος. Αυτό θέλει να πει: είναι ίσιος και στις συμπάθειες καις τις αντιπάθειές του, αγνοεί την υψηλότατη τέχνη του συμβιβασμού και δεν κατέχει την ικανότητα να υποκρίνεται. Από την άλλη μεριά: πιστεύει αρράγιστα στην τέχνη του, στον εαυτό του, χωρίς ωστόσο, να φειδωλεύεται το εγκώμιο προς άλλες επιδιώξεις και πραγματώσεις, όταν πείθεται, πως αντιπροσωπεύουν ειλικρινή διάθεση και αναντίρρητη ικανότητα. Η φιλία που μας έδεσε στάθηκε πάντα σε περιωπή και ξένη προς κάθε μικρολογία. Αυτό μπορώ, νομίζω, να το υπογραμμίσω, γιατί ζούμε σε πολύ αλλόκοτο κόσμο, όπου η άκαιρη φιλοδοξία και η παραληρηματική ανθρωπαρέσκεια παίζουν τον κυριότερο ρόλο.
Έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω τη στοιχείωση και την προοδευτική ανέλιξη ενός μεγάλου έργου. Ο Γουναρόπουλος δεν κατέχει μόνο πλουσιότατη «δωρεά» είναι συνάμα προικισμένος και με ασταμάτητη ανησυχία και με φιλοπονία, που προκαλεί κατάπληξη. Αφοσιωμένος στην τέχνη του, έχει απαρνηθεί πολλές χαρές της ζωής, για να μη σπαταληθεί ανωφέλευτα. Έχει συμφιλιωθεί με μια καταθλιπτική πολλές φορές ολιγάρκεια και με μια επίσης καταθλιπτική πολλές φορές μοναξιά. Κι ενώ, καθώς είναι πολύ νόμιμο, η κοινή συγκατάθεση δεν είναι κάτι που τον αφήνει αδιάφορο και η επιδοκιμασία, όταν προέρχεται από γνώση, από συνείδηση ευθύνης και καλή πίστη, τον συγκινεί, δεν επιχειρεί τίποτε, έξω από το χώρο της αυστηρής καλλιτεχνικής δημιουργίας, με το σκοπό να την προκαλέσει και να την προπαρασκευάσει. Για τούτο ο άνθρωπος που τον οικειώνεται, τον βρίσκει τόσο αδιάλλακτο, τόσο ερημικό από κάποιες απόψεις και τόσο μονότροπο. Δεν πιστεύει στην αξία των παραχωρήσεων. Γιατί το ξέρει, πως παραχώρηση σημαίνει υποχώρηση. Και η φύση δεν τον έπλασε υποχωρητικό. Αντίθετα, τον προίκισε μ’ ένα ισχυρό μαχητικό ένστικτο. Με μια ηρωική αλυγισιά. Και τούτο φαίνεται ολοκάθαρα, αν επισκοπήσει κανείς απροκάλυπτα τις διαδοχικές εποχές της ζωγραφικής του. Πουθενά δεν θα συντύχει την παρέκκλιση. Όλα τα έργα του, ακόμη κ’ εκείνα που μαρτυρούν σφοδρότερες αναζητήσεις, εντάσσονται σε μια ανελικτική πορεία, που διατηρεί πάντα τη συνέπεια και την αυτεπάρκειά της. Αυτό μπορούμε να το πούμε ενότητα. Αν συλλογισθεί κανείς, χωρίς να κουράσει τη μνήμη του, τα έργα προγενεστέρων περιόδων της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, που βρίσκονται στο εργαστήρι του, στο σπίτι του ή σε ιδιωτικές συλλογές ή σε δημόσιους  χώρους, καθώς είναι η αίθουσα του δημοτικού μεγάρου Αθηνών, όπου κατασπαραγμένες από την κακομεταχείριση και το πέρασμα του εχθρικού καιρού βρίσκονται οι μνημειακές του τοιχογραφίες, και καθώς είναι η εκκλησία της Αγια-Τριάδας, που εικονογράφησε στο Βόλο, θα νιώσει πολύ εύκολα, πως ο Γουναρόπουλος από μιας αρχής αναζήτησε τον εαυτό του, δηλαδή τη γνησιότητά του και οργάνωσε σταθερά την ατομική του προσφορά, χωρίς να επηρεασθεί από τάσεις ξένες προς την ιδιοσυγκρασία του. Υπάρχει ένας σταθερός στόχος. Και προς το στόχο τούτο τείνει πάντα η ζωγραφική του Γουναρόπουλου. Ξεκίνησε, φυσικά, από τον ακαδημαϊσμό της νεανικής του εποχής, όταν ακόμα και η απλή υπόνοια εμπρεσσιονισμού αποτελούσε τρομερή ανταρσία σε μια αποτελματωμένη Αθήνα. Έκαμε, νεότατος, δεκάξι χρόνων, λαμπρές σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Καλούδη, το Γερανιώτη, το Βικάτο, το Ροϊλό και το Ιακωβίδη. Τον ετίμησαν με πρώτα βραβεία. Είταν, παντού ο καλύτερος. Ήρθαν οι πόλεμοι, οι βαλκανικοί, ο πρώτος παγκόσμιος. Ο Γουναρόπουλος έγινε στρατιώτης. Στο αναμεταξύ πέτυχε στο διαγώνισμα, που είχε αθλοθετήσει ο Αβέρωφ, πήρε υποτροφία για το εξωτερικό και στα 1919, μόλις απολύθηκε, έφυγε για το Παρίσι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, πως ο ακαδημαϊσμός δεν τον έβλαψε το Γουναρόπουλο. Οι παλιοί εκείνοι δάσκαλοι, οι επίμονοι, οι φιλόπονοι και οι πεισματάρηδες, έπαιξαν το ρόλο που παίζει ένα «γραμματικός» στη διαμόρφωση ενός συγγραφέα. Έτσι ο Γουναρόπουλος έμαθε να σχεδιάζει  και να μεταχειρίζεται το χρώμα, κατά τον ορθόδοξο τρόπο.
Έζησε στο Παρίσι κάπου δώδεκα χρόνια. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για συστηματική σπουδή, για προσκόλληση σ’ ένα δάσκαλο, σε μια σχολή, σε μια κατεύθυνση. Ο καθένας μας ξέρει, τι εσήμαινε εκείνη η εποχή όχι μόνο για το Παρίσι, για την  καλλιτεχνική ζωή του κόσμου όλου. Πόσες ανανεώσεις, πόσες παρεκκλίσεις, πόσες ανταρσίες πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Η εικονοκλαστική μανία ξεπέρασε όλα τα σύνορα. Οι μετεμπρεσσιονιστικές σχολές καταργούσαν ή συμπλήρωναν η μία την άλλη. Πυρετός δημιουργίας, δίψα του νέου. Είταν ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα, που αναζητούσε την έκφρασή του και δημιουργούσε διαδοχικά αδιέξοδα. Ο «φωβισμός»  παταγούσε. Ο κυβισμός έδινε τις επικές του μάχες, εισάγοντας τη γεωμετρία του όγκου στην εικαστική συνείδηση. Ο εξπρεσιονισμός, που εδώ σ’ εμάς, με τη γερμανική του ιθαγένεια, άφησε ένα Μπουζιάνη, προσπαθούνε να φέρει στην επιφάνεια την εσωτερική έκφραση, ανασκαλεύοντας το ασυνείδητο, ενώ ο Καντίνσκυ οργάνωνε τον κώδικα της ανεικονικής ζωγραφικής. Ο Γουναρόπουλος γεύεται με ηδονή την αναταραχή, χωρίς να σέρνεται, καθώς τόσοι άλλοι, εδώ κ’ εκεί. Δεν επηρεάζεται, αλλ’ αναγνωρίζει τον αληθινό εαυτό του, επιβεβαιώνει, επικυρώνει τον εαυτό του μέσα στ’ αλληλοσυγκρουόμενα ρεύματα. Οι «galaries» του Παρισιού τον προσέχουν. Ήδη προβαίνει στη μέση, όχι μαθητής, δάσκαλος. Στα 1926 η galerie VavinRaspail κλείνει συμβόλαιο μαζί του. Αυτό είναι για τότε κάτι ασυνήθιστο, που δείχνει πως ο ξένος ζωγράφος, που ωριμάζει στο Παρίσι, έχει βρει το δρόμο του. Και πως ο δρόμος του οδηγεί πολύ μακριά. Το συμπέρασμα: η μακρόχρονη διαμονή του Γουναρόπουλου στο Παρίσι έδωσε φτερά στην ιδιοφυία του, του πρόσφερε την πολύτιμη ευκαιρία να κατακτήσει τη γνησιότητά του, ας την πούμε σωστότερα, την πρωτοτυπία του, και τον έκαμε σημαντική μορφή της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής.
Από το 1931 βρίσκεται στην Αθήνα. Έλειψε για λίγο, στα 1948, στ Νέα Υόρκη, όπου οργανώθηκε έκθεση έργων του. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να μετακινηθεί. Σταθερά προσηλωμένος στο όραμά του, δουλεύει με την αντοχή, με την δίψα, με το πείσμα των πρώτων του χρόνων, γεμάτος ορμή δημιουργίας. Στα 1957 το Γαλλικό Ινστιτούτο, τιμώντας το έργο του, αφιέρωσε τον πρώτο, και, ίσαμε τούτη τη στιγμή, μόνο τόμο της σειρά  «Artistes Grecs Contemporains» στο Γουναρόπουλο. Κείμενο και εικόνες. Το κείμενο, αληθινά διαφωτιστικό, έγραψε με το γνωστό αψεγάδιαστο τρόπο του ο Γιώργος Μουρέλος. Θα μου επιτραπεί, όχι χωρίς λόγο, να θυμίσω εδώ τα κεφάλαια του βιβλίου: το όραμα και τα σύμβολα, το ζωγραφικό διάστημα, το φως, το χρώμα, το σχέδιο –πέντε κεφάλαια. Ο Μουρέλος ονομάζει τη ζωγραφική του Γουναρόπουλου ποιητική. Την ονομάζω, ειδικότερα, λυρική. Προκαθορίζοντας, πως ο όρος, καθώς και του Μουρέλου, δεν έχει καμιά σχέση με την εικαστική «φιλολογία», που είναι δεινό αμάρτημα. Στο Γουναρόπουλο δε συμβαίνει τίποτε, που να βρίσκεται έξω από τη ζωγραφική ή, επί τέλους, έξω από τις εικαστικές τέχνες. Είναι ο ίδιος ένας άνθρωπος χωρίς «φιλολογία», λακωνικός, εχθρός κάθε περισσολογίας, κάθε ασάφειας, κάθε φόρτου, κάθε κούφιου διακοσμητικού στοιχείου, ώστε πια και σαν φυσική παρουσία αποκλείει κάθε παρεξήγηση. Δεν μπορεί, ακόμη κι αν το θελήσει, να κάμει ποτέ «φιλολογία». Αλλά τότε τι ακριβώς συμβαίνει; Αναρωτήθηκα κ’ εγώ κάμποσες φορές, ώσπου πρόσεξα, για πρώτη φορά, το Γουναρόπουλο ν’ ακούει μουσική. Είταν η «Ένατη».  Ύστερα, η «Παθητική».  Ύστερα, η «Μικρή νυχτερινή μουσική». Έτσι :Μπετόβεν, Τσαϊκόφσκυ, Μότσαρτ. Είδα τα μάτια του :  υγρά, φιλικά, προσηλωμένα σ’ ένα εσωτερικό όραμα. Πόσα πράματα ταξίδευαν στα μάτια αυτού του ανθρώπου με τ’ αδρότατα χαρακτηριστικά! Πόση ευαισθησία, πόση ποίηση, πόση έκσταση, πόση προσφορά!  Τότε το ένιωσα, πως δε θα μπορούσε να μας δώσει διαφορετική ζωγραφική. Ο Γουναρόπουλος αισθάνεται και συλλαμβάνει το θέμα του λυρικά. Αλλ’ επειδή κατέχει ακοίμητη ελληνική συνείδηση, επειδή δεν είναι χωρίς προγόνους, τη λυρική του διάθεση την υποτάσσει στο υπέρτατο νόημα του κλασσικού πλαστικού μέτρου. Το ένστικτο της πλαστικής βρίσκεται μέσα του από πρώτη καταβολή. Η γραμμή του, αυτή η μοναδική γραμμή του, αυτή η μοναδική γραμμή του Γουναρόπουλου, έχει πλαστική αξία. Με τον τρόπο τούτο το σχέδιο δεν είναι ποτέ αφυδατωμένο, ασκητικό, ξεραγκιανό, ένα όριο.
Δεν εκφράζει τα τυπικά πέρατα, αλλά δημιουργεί τους πλαστικούς όγκους, που είναι όλοι σάρκα, όλοι ζωντάνια. Τα πρόσωπά του, τα σώματά του, χωρίς να χάνουν τη μαγική τους ιδιοσυστασία, που πηγάζει από τη λυρική σύλληψη του κόσμου, κατέχουν την αρετή της πλαστικής αρμονίας. Το χέρι, το πόδι, ο τράχηλος, τα ισχία και, κατά ιδιαίτερη προτίμηση, το στήθος έχουν τη σφριγηλή δομή του καρπού, νιώθεις πως ανήκουν στην αφή και του Γουναρόπουλου η ζωγραφική δεν διδάσκει μόνο την όραση, συγκινεί και την αφή. Άλλωστε, και στην όλη κατασκευή του έργου του το γήινο στοιχείο πραγματοποιεί μυστικούς υμέναιους με το στοιχείο το υπερβατικό. Οι γυναίκες του –και είναι ένας καταπληκτικός, χωρίς αμφιβολία, γυναικογράφος, ένας διηνεκής εραστής- ξεκινούν από το χώμα τούτης της γης, για ν’ ανυψωθούν στους κόσμους της άτρεμης θέας, έτσι μάλιστα που βρίσκονται βυθισμένες στον κοσμικό χώρο, όπου αναπτύσσεται αυτή η ιδιόμορφη ζωγραφική. Αυτό δε μπορεί να μην το προσέξει ο ερευνητής του έργου του Γουναρόπουλου. Κατά ποιόν τρόπο, δηλαδή, δημιουργείται η εξιδανίκευση, που είναι σταθερό σταθερό γνώρισμά του και που διατυπώνεται με τη μοναδική εκείνη έκφραση του ματιού. Στη σειρά των « των ειδυλλίων» του, ενώ οι μαστοί, ορθοί και κρουστοί, αγγίζουν  το σώμα του άντρα, τα μάτια μεταμορφώνουν την αισθησιακή έκσταση σε πνευματική λύτρωση. Έτσι σιγά σιγά το γεώδες στοιχείο «αποκαθαίρεται».  Αυτή είναι μια ειδική αλχημεία, μια προοδευτική «αναγωγή», καθώς είπα άλλοτε, αναφερόμενος και πάλι στο Γουναρόπουλο. Η διαδικασία αποπνέει γαλήνη, είναι μια ενατένιση, ας την ονομάσουμε σωστότερα μια «θέαση», που επιτρέπει τη μεταφορά του υλικού αντικειμένου στην περιοχή των συμβόλων, χωρίς, με τούτο, το υλικό αντικείμενο να χάνει την πραγματικότητά του. Ίσως δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω, με τρόπον ώστε να γίνω αληθινά καταληπτός, αυτή τη σύζευξη του βέβηλου με το υπερβατικό στοιχείο, που δεν προέρχεται από ειδική φιλοσοφικής τάση, αλλ’ από αυθόρμητη αντίληψη της πραγματικότητας. Ο Γουναρόπουλος μορφώνει κατά την απαίτηση της αισθητικής του. Αλλά το αντικείμενο δεν παύει να υπηρετεί το αίτημα του «κατά τινα τρόπον υπάρχειν». Έτσι, όταν μιλούμε για σύμβολο, εννοούμε, παράλληλα προς την αναγωγή, και μια τέχνη, που εχθρεύεται το περιττό. Η φλυαρία είναι άγνωστη στη ζωγραφική του Γουναρόπουλου. Πρέπει να παρακολουθήσει κανείς ένα πίνακά του, καθώς σχεδιάζεται, καθώς προχωρεί, καθώς σιγά σιγά απογυμνώνεται, για να καταλήξει στο καίριο και το ουσιαστικό. Ένα πλήθος σχέδια, πολλά με χρώμα, ασφαλίζουν την κυκλική αρμονία της σύνθεσης. Γιατί το έργο του Γουναρόπουλου έχει πάντα την αρμογή ενός καλά σχεδιασμένου συνόλου, όπου το κάθε μέρος ανταποκρίνεται με πληρότητα προς τ’ άλλα μέρη, όπου δεν υπάρχει λεπτομέρεια αφημένη στην τύχη. Οι βράχοι του, τα νερά του, τα ψάρια του, τα πρόσωπά του, ένα σπιτάκι σε μια κορφή ή σε μια απόμερη κώχη, ένα λουλούδι, ένα βάζο, έχουν σάρκα και συνάμα αναδίνουν εξιδανίκευση και δε βρίσκονται έξω από το σύνολο. Ο ζωγράφος όλα τούτα τα βασανίζει. Βασανίζεται κι ο ίδιος μαζί τους, ώσπου να πετύχει το δέσιμό τους και να τα τοποθετήσει στον ιδιαίτερο κοσμικό τους χώρο, σ’ εκείνο το κυκλικό σύμπαν, που έρχεται ν’ αντικαταστήσει το χώρο της παλιότερης ζωγραφικής. Είναι λίγο πια να πει κανείς, πως εδώ έχει ακυρωθεί η ζωγραφική με τις δυο ή τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Ο χώρος του Γουναρόπουλου, καθώς και ο Μουρέλος παρατηρεί, αναφέρεται σε μια πραγματική διάχυση, όπου τ’ αντικείμενα πειθαρχούν σε μια διαπίδυση, σε μια αλληλοδιείσδυση. Και τούτο όλο δεν έχει την αιτία του σε μια φαντασμαγορική επιδίωξη, αλλά σε μια ψυχολογική μεταστοιχείωση. Αν κοιτάξουμε τη ζωγραφική του Γουναρόπουλου έξω από τη συνείδηση ενός τέτοιου χώρου, θα έχουμε λησμονήσει ένα βαρυσήμαντο περιστατικό. Ένα σύμπαν σφαιρικό, αλλά και χωρίς καθορισμένα πέρατα, χωρίς επιφάνεια, δε μπορεί παρά ν’ ανταποκρίνεται στη σύγχρονη αίσθηση του χώρου. Και κατά τούτο ο Γουναρόπουλος προσφέρει στη ζωγραφική του καιρού του μια αφετηρία, που οδηγεί πολύ μακριά.
Ενδιαφέρει πολύ, αν επιθυμεί κανείς να νιώσει στα σωστά του μέτρα το έργο του Γουναρόπουλου, να μελετήσει την περιπέτεια του θέματος μέσα στις διαδοχικές εποχές της πορείας του. Ουσιαστικά, βέβαια, δεν υπάρχει το θέμα. Το θέμα είναι μια αφορμή. Αλλ’ επί τέλους αυτή την αφορμή ας την αντικρύσουμε προσεκτικότερα. Στο κέντρο βρίσκεται η γυναίκα. Άλλοτε μόνη, ένα πρόσωπο, μια «προτομή», άλλοτε μέσα σε μια τοπιογραφία. Υπάρχει επίσης ο βράχος, που ολοένα και πυκνότερος αναφαίνεται στα μεταγενέστερα έργα του. Ο βράχος είναι ο πρωτογενής πλαστικός όγκος, που βοηθεί τη γεωμέτρηση του χώρου (και όταν μιλούμε για γεωμέτρηση, δεν εννοούμε την ευθεία, εννοούμε την καμπύλη) και δένει τα κατά μέρος στοιχεία αναμεταξύ τους. σιγά σιγά με την επίμονη επεξεργασία ο βράχος παίρνει φανταστικά σχήματα, ντύνεται την αχνάδα του συμβόλου. Έπειτα: το νερό, το κινούμενο στοιχείο, η θάλασσα, μια μικρή παραλία κάπου, μια λίμνη σε βραχοσπηλιά, ένας κάβος –κι όλα τούτα μόλις να σημαίνονται, ανάμεσα στην ποίηση της ζωγραφικής και στην πραγματικότητα. Κι ένα σπιτάκι, σε κορφή ή σ’ ακροθαλασσιά, μια μικροσκοπική σύνθεση, που προσθέτει ένα τόνο ανθρώπινο, ζεστά ανθρώπινο, μια μοναξιά που δεν είναι άγονη παρουσία. Και το δέντρο, τα κλαδιά, ο κορμός, κάπου αλλού, πράγμα και σύμβολο, όλα σχεδιασμένα μ’ ευκίνητη φαντασία, με λυρική διάθεση, με γραμμή του Γουναρόπουλου, αυτό το μέγιστο κατόρθωμα. Τα ψάρια του ακόμη, που είναι, ύστερα από τη γυναίκα, το δεύτερο πάθος αυτού του ανθρώπου, που άλλο δεν κάνει παρά να σωπαίνει, να ζωγραφίζει και να ψαρεύει. Το ψάρεμα, με καλάμι, με πετονιά, στη Ραφήνα, είναι η μοναδική ασχολία της εύκαιρης ώρας του. Κάθεται μέρες και νύχτες στην προκυμαία, σ’ ένα αραγμένο καράβι, στη μοναξιά, στη σιωπή, που πλάθει κόσμους. Εδώ, φυσικά, δεν πρόκειται για «νεκρή φύση». Πρόκειται, ολωσδιόλου αντίθετα, για μια έκφραση ρυθμού, για μια κίνηση, κάτι περισσότερο: για ένα πρόσωπο οργανωμένο αισθητικά. Τέλος (σταματώ στα ουσιωδέστερα), τα λουλούδια. Τα τελευταία χρόνια ο Γουναρόπουλος μας έδωσε πολλά λουλούδια. Σχέδιο, μαύρο ή χρωματιστό, λάδι. Ταπεινά, ανώνυμα και ηγεμονικά λουλούδια. Σε πλαστικά βάζα, με σαρκώδη φύλλα, με ζωντανούς μίσχους. Η «ζωντάνια» εδώ βρίσκεται στο αληθινό νόημά της. Δεν υπάρχει πουθενά η επανάληψη. Αυτό πρέπει να το προσέξει κανείς. Όταν ο Γουναρόπουλος ξαναγυρίζει σ’ ένα «θέμα», είναι μόνο και μόνο γιατί έχει να του προσθέσει νέα στοιχεία, ν’ αλλάξει το σχέδιο, να εντείνει το χρώμα, να δημιουργήσει μια καινούργια σύνθεση, ν’ αλλάξει τη λεπτομέρεια –αυτό είναι: ν’ αλλάξει τη λεπτομέρεια και να προχωρήσει σε καινούρια αποκάλυψη. Το φαινόμενο επισημαίνεται σ’ όλο το μάκρος του έργου του. Ακόμη και στις μυθολογικές μορφές που χρησιμοποιεί. Όταν ανατρέχει στη μυθολογία, αδράχνει πάντα τ’ αρχέγονα  σύμβολα, τον Προμηθέα, τον Οδυσσέα, τον Κύκλωπα. Οι δυνάμεις, που κοιμούνται στο βάθος των όντων, οι μητρικές, έτσι πρέπει να τις πούμε, δυνάμεις ξυπνούν την έμπνευσή του. Αλλά ο ρόλος τους περιορίζεται στη μαγική χώρα των συμβόλων. Ποτέ δεν απλώνονται έτσι ώστε να καταλάβουν όλη τη σύνθεση ή μεγάλο της τμήμα. Αποτελούν ένα «άκρον άωτον» -αυτό είναι, φυσικά, το σημαντικότερο. Το  «ειδύλλιο», σειρά ολόκληρη, χαρακτηρίζει μια εποχή, ωριμότατη, της τέχνης του. Το «ειδύλλιο» σημαίνει την προσθήκη της ανδρικής μορφής σιμά στη γυναίκεια. Δυο γυμνά σώματα. Από τη μέση, συνηθέστατα, κ’ επάνω. Το ένα αναζητεί το άλλο. Η γυναίκα αγγίζει με τις θηλές των μαστών το στήθος του άντρα. Η γυναίκα μισανοίγει τα χείλη, αισθάνεσαι τότε τη θέρμη του πάθους. Κοιτάζει ολόισια στα μάτια τον άντρα. Είναι γυμνή. Έχει στο κεφάλι ένα διάφανο μαγνάδι ή φορεί στο λαιμό περιδέραιο, από διάφανα επίσης πετράδια. Η διαφάνεια, καθαρά ελληνική αρετή, στοιχείο κλασσικό, είναι σταθερό γνώρισμα της τέχνης του Γουναρόπουλου. Παντού, αισθάνεσαι να περνούν, στο βάθος, εξαϋλωμένα, αλλ’ όχι λιγότερο πραγματικά, τα φειδιακά αλογάκια.
Λοιπόν, και πάλι : το θέμα είναι η πρόφαση. Αλλά μας επιτρέπει, παρακολουθώντας τους αέναους μετασχηματισμούς του, να νιώσουμε το ζωγραφικό στοχασμό, που κινεί την προσπάθεια του Γουναρόπουλου. Το μέγα άθλημα είναι το φως, η γραμμή και το χρώμα. Η εγκατάσταση της φωτεινής εστίας και η διάχυση έπειτα του φωτός ανάγονται στη συνείδηση του άλλου κοσμικού χώρου. Η γραμμή είναι το απαρομοίαστο επίτευγμα, με την άκρα λιτότητά της, την ευστροφία της και την πλαστικότητά της. Το χρώμα, τέλος.  Θα έπρεπε ειδικά να παρακολουθήσει κανείς την ανάπτυξή του από πίνακα σε πίνακα, για να υπομνηματίσει με τον αρμόδιο τρόπο τη σημασία, που κατέχει στη ζωγραφική του Γουναρόπουλου. Οι πυκνοί επισκέπτες, που παρακολούθησαν τη νέα του εμφάνιση στην αίθουσα του «Ζυγού», εδώ και τρία χρόνια, ξαφνίαστηκαν από το «καινούργιο χρώμα» του Γουναρόπουλου, εκείνα τα γαλάζια και τα πορτοκαλιά και τα τριανταφυλλιά, τα δικά του. Γιατί το χρώμα του είναι «δικό του». Παχύ και πυκνό, ξεκινάει από τη βασική κλίμακα, για να γίνει αέρινο, χωρίς να εξαφανισθεί ή να εξουθενωθεί -αυτό θα είταν μέγιστο σφάλμα- και ν’ αποκτήσει απροσδόκητες αποχρώσεις. Ο Γουναρόπουλος αγάπησε στην πρώτη του εποχή τα μουντά χρώματα, το βαθύ της σέπιας, το σκούρο μελί, αισθανόσουν το μαύρο να ενεδρεύει παντού.  Το καφέ βρισκόταν συχνά στην παλέτα του. Σήμερα χρησιμοποιεί το κόκκινο του καδμίου και το γαλάζιο του κοβαλτίου και το κίτρινο του καδμίου ή το αγγλικό βαθύ κόκκινο, για να πετύχει συνδυασμούς, με απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα. Κάθε φορά πρέπει να πραγματοποιηθεί ένα νέο φωτιστικό κατόρθωμα, ν’ αποδοθεί μια διάθεση ή να πάρει η όλη σύνθεση  ένα, από μιαν άλλη πλευρά, αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Η ζωγραφική του είναι μια ζωγραφική που τοποθετεί μπροστά της προβλήματα. Ολοένα κάποια δυσχέρεια πρέπει να υπερπηδηθεί, κάποιο πρόβλημα να λυθεί. Όσοι αγκιστρώνονται στο θέμα, για να μιλήσουν γι’ αυτεπανάληψη πρέπει να πω, πως δεν έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει στο Γουναρόπουλο. Αυτή τη ζωγραφική χρειάζεται να τη ζήσεις όχι μονάχα στη συνολική της εμφάνιση, αλλά και στη λεπτομέρειά της. Να νιώσεις τον αγώνα της. Τότε θα εξηγήσεις και πειστικότερα το απλό τούτο περιστατικό : πως ένας πίνακας του Γουναρόπουλου, ακόμη και μικροδιάστατος, γεμίζει μια μεγάλη επιφάνεια, γεμίζει μια αίθουσα, εξακτινώνεται σε πολλήν  απόσταση ολόγυρά τους πως αρκεί ένα σχέδιο του, για να δημιουργήσει βαθύτατη αισθητική ευφροσύνη. Είναι ένα έργο με δύναμη μαγικής υποβολής, ένα έργο που επηρεάζει. Μέσα σε κάθε αληθινό καλλιτέχνημα υπάρχει πάντα ένα μαγικό στοιχείο, δηλαδή ένα στοιχείο που δεν υποτάσσεται, που δεν αιχμαλωτίζεται, που δεν ερμηνεύεται. Και τούτο είναι το πολυτιμότερο. Ο Γουναρόπουλος μας προσφέρει την αδιάσειστη απόδειξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου