Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ:Ο ΠΟΛΕΟΔΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ-100 ΧΡΟΝΙΑ (1913-2013) ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΤΕΝΗΜΑΧΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ-Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων (1913-2013) από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη, μιας μεγάλης μορφής του νεότερου Ελληνισμού, του Θράκα στην καταγωγή, από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας, καταθέτουμε την ελάχιστη αυτή συμβολή μας στη μνήμη μιας μεγάλης προσωπικότητας με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.Δεν υπάρχει, στην κυριολεξία, ημισφαίριο του πλανήτη, ου να μην έχει εκπονήσει κάποιο πολεοδομικό-ρυθμιστικό σχέδιο. Εντυπωσιακότερο είναι να διαπιστώνεις ότι αυτά υλοποιήθηκαν σε χώρες με διαφορετικούς πολιτισμούς και έντονες θρησκευτικές παραδόσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν.
"Ελάχιστοι είναι οι πολεοδόμοι παγκοσμίως, το έργο των οποίων μπορεί να συγκριθεί ως προς τον αριθμό ρυθμιστικών σχεδίων, ως π[ρος τη διεθνή παρουσία, αλλά και ως προς τη θεματική ποικιλία των μελετών, με αυτό του Κωνσταντίνου Δοξιάδη", γράφει ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης, στην εισαγωγή της έκδοασης "Κωνσταντίνος Α.ΔΟΞΙΑΔΗΣ", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ για λογαριασμό του "Ιδρύματος Κωνσταντίνου και Εμμάς Δοξιάδη".
Όλη η επιμέλεια του εξαιρετικού τόμου είναι του κ.Κύρτση απ' όπου έχουμε πάρει τα κείμενα που ακολουθούν και το φωτογραφικό υλικό που αποτυπώνει την καταπληκτική διαδρομή του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ.
Εμείς εδώ στη Θράκη έχουμε τον επιπρόσθετο λόγο να τιμήσουμε τη μνήμη του και όσο μας το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας και οι δυνατότητές μας, να φωτίσουμε ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ-ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΑΣ.












































ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ
Αλέξανδρος –Ανδρέας Κύρτσης
Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης Πανεπιστημίου Αθηνών


Εισαγωγικό σημείωμα




Το πιο εντυπωσιακό στην πορεία της ζωής του είναι ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κατά τη δεκαετία του 1950, κατάφερε να ανέλθει στο διεθνές στερέωμα και να παραμείνει σ’ αυτό σαν μια μεγάλη μορφή της ιστορίας της πολεοδομίας. Όταν η σταδιοδρομία του άρχισε να απογειώνεται, το 1954, ήταν σαράντα ενός ετών. Τη στιγμή αυτού του νέου ξεκινήματος είχε κάνει ήδη πολύ περισσότερα απ’ ό,τι καταφέρνει η πλειονότητα των επιτυχημένων ανθρώπων. Μετά από σπουδές στην Αθήνα και στο Βερολίνο, είχε εργαστεί για περισσότερα από δώδεκα χρόνια κυρίως ως υψηλόβαθμος κρατικός λειτουργός, πάντα με αρμοδιότητες σε πεδία σχετικά με την πολεοδομία. Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναδείχθηκε στη θέση του υφυπουργού Ανοικοδόμησης και από θέσεις με διαφορετικούς κάθε φορά τίτλους παρέμεινε για πέντε χρόνια γενικός συντονιστής της ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης από τους πολέμους Ελλάδας. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αξιοποίησε τις γνώσεις και την πείρα που του έδωσε αυτός ο σημαντικός ρόλος για να ασχοληθεί με την οικιστική ανασυγκρότηση κυρίως των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου. Αυτή τη φορά όμως όχι από τη θέση του κρατικού λειτουργού ή του πολιτικού, αλλά από τη θέση του επικεφαλής μιας δυναμικής διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας που ο ίδιος σε πολύ μάρκο χρονικό διάστημα δημιούργησε, και η οποία αναλάμβανε αναπτυξιακά, πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά έργα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από τη στιγμή της ίδρυσης των γραφείων του με έδρα την Αθήνα το 1954, μέχρι το θάνατό του το 1975, το όνομά του συνδέθηκε με αναρίθμητους οικισμούς και νέες ή παλαιές πόλεις, με την αναμόρφωση των οποίων ασχολήθηκε. Τα έργα που σχεδίασε και υλοποίησε αναμόρφωσαν ή έδωσαν ζωή σε μικρότερους οικισμούς, σε κοινότητες και πανεπιστημιουπόλεις ή είχαν επιπτώσεις με μεγάλο χρονικό βάθος στην εξέλιξη του χώρου περιφερειών σε χώρες διαφορετικού επιπέδου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης ή και του συνόλου του εθνικού γεωγραφικού χώρου αναπτυσσόμενων χωρών. Ίσως να μην υπάρχει άλλος πολεοδόμος που η δουλειά του να έχει επηρεάσει τη ζωή τόσων πολλών ανθρώπων και το μέλλον τόσων πολλών κοινωνιών.
Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τις θεωρίες του για το σχεδιασμό του χώρου, είτε θαυμάζει κανείς ή αποδοκιμάζει τα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά δημιουργήματά του, ο Δοξιάδης παραμένει μια προσωπικότητα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί, παρά μόνον εάν κανείς αδιαφορεί για το σχεδιασμό του χώρου στις χώρες όπου έδρασε ή για την ιστορία του κόσμου της αποαποικιοποίησης και της δημιουργίας νέων εθνών όπου έπαιξε κεντρικό ρόλο. Η δράση του σε αυτό το πλαίσιο του προσέφερε στα χρόνια του έναν ρόλο που ξεπερνούσε τα γνωστά στερεότυπα. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να κατανοήσουμε την περίπτωση του Δοξιάδη δεν θα πρέπει να την εξετάζουμε μόνο από τη σκοπιά της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Η σφραγίδα του στη διαμόρφωση του χώρου σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό χωρών του πλανήτη εγγράφεται εξίσου στην πολιτική ιστορία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και συνδέεται με την αυξανόμενη παρουσία των Ηνωμένων Εθνών και της Διεθνούς Τράπεζας στον κόσμο που γεννήθηκε μέσα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούσε την ανάπτυξη των πόλεων και την αρχιτεκτονική εμπνεόταν σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή κεϋνσιανών οικονομικών ιδεών τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Ο Δοξιάδης ήταν ένας άνθρωπος της περιόδου που ο διάσημος εκπρόσωπος της αναπτυξιακής οικονομικής και φίλος του, Herman Kahn (ο οποίος συμμετείχε στα ετήσια καλοκαιρινά Συμπόσια της Δήλου που οργάνωνε ο Δοξιάδης από το 1963 και μετά) αποκαλούσε «La Deuxième Belle Epoque». Αυτός ο χαρακτηρισμός της περιόδου 1948-1973 υπονοούσε την ύπαρξη ενός κλίματος αναπτυξιακών προσδοκιών που σε πολλές χώρες παρά τις εθνικές και διεθνείς ανισότητες μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εκπληρωθούν, και η διεθνής βία, παρά τους περιφερειακούς πολέμους και τις αναπτυξιακές δικτατορίες στον αναπτυσσόμενο κόσμο βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι στο Μεσοπόλεμο ή στα μέσα του 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή μεγάλη σημασία αποκτά επίσης ή συζήτηση για την ανάπτυξη και το μέλλον των πόλεων, και όχι μόνο από την πλευρά των διανοητών που ασχολούνται με τα δικαιώματα των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων στον αναπτυσσόμενο κόσμο ή με τις κρίσεις των δυτικών κοινωνιών των οποίων βασική έκφραση θεωρείται ότι είναι η κρίση των πόλεων. Ο Δοξιάδης ανήκει πέρα για πέρα σ’ αυτό το κλίμα και συνδέεται με τους διεθνείς θεσμούς που ασχολούνται μ’ αυτά τα προβλήματα. Πολλές από τις μελετητικές και σχεδιαστικές δραστηριότητες ανήκαν στο πεδίο της ανάπτυξης και ανανέωσης των κοινοτήτων στα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.
Υπήρξε επίσης υπέρμαχος των ιδεών της φιλελεύθερης Αμερικής, μιας Αμερικής που οι ιδέες της τείνουν να ξεχαστούν μέσα από τις εξελίξεις της καμπής προς τον 21ο αιώνα, μιας Αμερικής που ο ίδιος γνώρισε στην περίοδο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, καθώς οι περισσότεροι Αμερικανοί με τους οποίους συνεργάστηκε τότε εξέφραζαν την κοινωνική συνείδηση της αριστερής πλευράς του δημοκρατικού Κόμματος, όπως ο Paul A. Porter και ο Jacob Leslie Crane. Με αυτή τη φιλελεύθερη Αμερική θα συναντηθεί και πάλι επί αμερικανικού εδάφους ως συντελεστής σε θέματα σχεδιασμού και ανάπτυξης οικισμών, αλλά και ως σχεδιαστής περιφερειακών ρυθμιστικών σχεδίων για αμερικανικές πόλεις στο πλαίσιο της πολιτικής του προέδρου Lyndon B. Johnson που αποκλήθηκε “Great Society”.


Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΝΤΟΠΙΑ

Από το βιβλίο Between Dystopia and Utopia, Faber, Λονδίνο 1968, σελ. 49-65

Με λογισμό και μ’ όνειρο
Κι ακόμα περπατώ μέσα στης νύχτας το σκοτάδι. Περνώ μέσα από τις πολιτείες και είναι έρημες χώρες. Θυμάμαι του T.S. Eliot1:
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάνδρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες.
Περνώ μέσα από χώρες ονείρων που βρίσκονται στα σύννεφα. Αισθάνομαι σαν να είμαι στη Νεφελοκοκκυγία2, την πόλη του Αριστοφάνη που ήταν χτισμένη στα σύννεφα, αλλά δεν μπορώ να περιδιαβώ τους αέρινους δρόμους της. Δεν ξέρω καν αν θέλω.
Νιώθω πως κινδυνεύω αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε σε μένα ούτε καις την πόλη μου. Προχτές η Αθήνα καιγόταν από τους Πέρσες, χτες οι Αθηναίοι πέθαιναν στους δρόμους απ’ την πείνα που επέβαλαν οι κατοχικές δυνάμεις του Άξονα. Πάντοτε κινδυνεύουμε από κάτι, αλλά στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια διαφορά: ο κίνδυνος είναι συνεχής και απειλεί όλα τα κέντρα του πολιτισμού. Αν εξακολουθήσει να υφίσταται, τίποτα δεν θα μπορεί να μας σώσει. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για ένα σπάνιο κίνδυνο για την ανθρωπότητα.
Η σημερινή πόλη –χωρίς λογισμό, χωρίς όνειρο-οδηγεί στη δυστοπία και την καταστροφή. Οι ουτοπίες –χωρίς λογισμό, αλλά μ’ όνειρο –δεν μπορούν να μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Μονάχα ένας δρόμος απομένει –με λογισμό και μ’ όνειρο- να μας πάει από τον κακό τόπο στον καλό τόπο, που να μην είναι εκτός τόπου αλλά εν τόπω: σε μια εντοπία.
Στον απέραντο χώρο που διεισδύεται από την προβολή του Ανθρώπου στο μέλλον, κάπου ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στις ουτοπίες και τις «τοπίες», θα πρέπει να συλλάβουμε την εντοπία: τον τόπο που ικανοποιεί τον ονειροπόλο αλλά και που αποδέχεται ο επιστήμονας, τον τόπο όπου η προβολή του καλλιτέχνη και του τέκτονα συναντιούνται.
Το καθήκον μας τώρα είναι αυτό: να πάμε πέρα από τους φόβους και τα όνειρα σε προσδοκίες και προβολή στο μέλλον. Για να το κατορθώσουμε, θα χρειαστεί να φέρουμε στο ίδιο επίπεδο την πραγματικότητα και τα όνειρα, που τώρα κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, ώστε να συναντηθούν. Αυτό προϋποθέτει μια πολύ προσεκτική επαναξιολόγηση των πράξεων του Ανθρώπου ώστε να επισημανθούν τα λάθη του· και μια και κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σύνθετο και ασαφές, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να το κάνουμε με πολύ συστηματικό τρόπο, χωρίς να παραλείψουμε τίποτα απ’ όσα έχουν προηγηθεί, απ’ όσα ονειρεύτηκε ο Άνθρωπος, είτε πέτυχαν είτε απέτυχαν.
Αυτό είναι τώρα το έργο που έχουμε μπροστά μας. Είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσουμε σε όλες του τις λεπτομέρειες. Θα πρέπει, ωστόσο, να του κατασκευάσουμε ένα πλαίσιο και να αφήσουμε τους άλλους να το επεξεργαστούν, μέχρις ότου μια μέρα γίνει πραγματικότητα. Καμιά φορά, οι άλλοι με ρωτούν για τα όνειρά μου για το μέλλον, και τους απαντώ ότι δεν θα έπρεπε να τους ενδιαφέρουν· είναι προσωπική μου υπόθεση. Αυτό που θα είχε νόημα να με ρωτήσουν είναι πως ερμηνεύω τα όνειρα της ανθρωπότητας, δηλαδή τα δικά τους όνειρα. Γιατί αυτή είναι η αποστολή μας: να δημιουργήσουμε έναν τόπο που αντιστοιχεί στα όνειρα όλων μας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα όνειρά μας έχουν παραμείνει ουτοπικά γιατί ήταν πολύ προσωπικά, πολύ υποκειμενικά. Αυτό που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα είναι η υλοποίηση των κοινών ονείρων και αυτό που χρειάζεται ο καθένας μας είναι η υλοποίηση των δικών του ονείρων μέσα στο πλαίσιο του κοινού ονείρου. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια εντοπία, κοινή για όλους μας, αλλά και μια προσωπική εντοπία για τον καθένα μας. Εν προκειμένω, όμως, μας ενδιαφέρει μόνον η κοινή μας εντοπία.

Εντοπία

Έφτασε η στιγμή που η ανθρωπότητα θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά το μέλλον της ως μια εντοπία, εκτός αν θέλει να ακολουθήσει τον Karl Jaspers στους φόβους του και να πιστέψει πως η ελευθερία μας ήταν μονάχα «μια πραγματική αλλά φευγαλέα στιγμή ανάμεσα σε δυο απίστευτα μεγάλες περιόδους ύπνου», στη ζωή της φύσης και στη ζωή της τεχνικής3.
Η ιστορία δεν μας διδάσκει το πότε και το πώς θ α πρέπει να ονειρευόμαστε το μέλλον. Είναι, ωστόσο, σημαντικό πως οι περισσότερες ουτοπίες και συλλήψεις της ιδέας ενός οικουμενικού κράτους περιγράφτηκαν τον 19ο αιώνα κι ότι μεγάλες αλλαγές ακολούθησαν τον 20ό αιώνα. Άρα αυτό και μόνο δεν δείχνει ότι θα πρέπει να μας ενθαρρύνουν να ονειρευόμαστε το μέλλον, αλλά με πιο συγκεκριμένο τρόπο; Ή μήπως δεν έχουμε μάθει πως ο Άνθρωπος δημιουργεί θεωρίες προτού δημιουργήσει εργαλεία και λύσεις, και πως ο χτίστης έχει την εικόνα του καθεδρικού ναού μέσα στο μυαλό του πριν ξεκινήσει να τον χτίζει;  Δεν γνωρίζουμε ακόμα τι θα μας διδάξουν τα διαστημικά ταξίδια, όμως δεν είναι ήδη αρκετά ανοιχτό το μυαλό μας, για  να καταλάβει ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε εξωτερική βοήθεια εδώ, σ’ αυτή τη φυσσαλίδα του διαστήματος όπου εισχωρεί μονάχα η ηλιακή ενέργεια; Είναι καιρός να συλλάβουμε τη δική μας εντοπία. Δεν πρέπει να φοβόμαστε το έργο που έχουμε μπροστά μας.
Σιγά σιγά ο άνθρωπος αποκτά την ικανότητα να σκέπτεται ιστορικά και να προβάλλει στο μέλλον, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά φαινόμενα μετρήσιμα. Όσο πιο έμπορος είναι, τόσο περισσότερο προνοεί. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η προβολή στην μικροκλίμακα που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ευκολότερη απ’ ό,τι στη μικροκλίμακα. Είναι πιο εύκολο να προβλέψουμε που θα εγκατασταθεί ο μελλοντικός πληθυσμός σε μια γενιά, παρά τι τύπος σπιτιού ή φορέματος θα αρέσει σε κάποια γυναίκα τον επόμενο χρόνο.
Ασφαλώς και δεν πρέπει να περιμένουμε πως οι προβλέψεις μας θα πραγματοποιηθούν πλήρως. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον, για τον απλούστατο λόγο ότι εμείς σκεπτόμαστε μόνο σε ευθείες γραμμές, ενώ η εξέλιξη συντελείται με καμπύλες. Η μεγάλη πρόκληση είναι να συλλογιζόμαστε πάντοτε μια εντοπία με τέτοιο τρόπο ώστε η μεγάλη σπείρα της εξέλιξης να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, τείνοντας όχι προς τη δυστοπία αλλά προς την ευτοπία.


Εντοπία και ουτοπία

Ύστερα από μια τέτοια περιγραφή της εντοπίας, επόμενο είναι να ρωτήσει κάποιος: Τότε γιατί δεν κατακτούμε τους κοινούς μας στόχους μέσα από ουτοπίες; Γιατί να χρειαζόμαστε μια νέα σύλληψη; Η απάντηση είναι απλή. Μια ουτοπία, όπως λέει και η ίδια η λέξη, μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να την εφαρμόσουμε, να την κάνουμε να πετύχει. Η ουτοπία του Πλάτωνα θα μπορούσε σε μια δεδομένη στιγμή να υλοποιηθεί, αν επιβαλλόταν δικτατορία: οι ουτοπίες του Huxley και του Skinner θα υλοποιούνταν μόνον οι άλλοι, έξω από τον τόπο διαφυγής τους θα εργάζονταν γι’ αυτές, παράγοντας αυτοκίνητα και εφευρίσκοντας φαρμακευτικές ουσίες. Αντίθετα, εμείς είμαστε αναγκασμένοι εξ ορισμού να κάνουμε την εντοπία να πετύχει.
Αυτή είναι λοιπόν η αποστολή μας. Άραγε μπορεί να πραγματοποιηθεί με πενταετή σχέδια και προγράμματα; Ναι, αλλά τέτοια σχέδια δεν περιέχουν το όνειρο και τη μακροπρόθεσμη προβολή στο μέλλον. Υπό την έννοια αυτή, οι εντοπίες βρίσκονται ακριβώς ανάμεσα στις ουτοπίες και τα βραχυπρόθεσμα προγράμματα και σχέδια : από τις πρώτες παίρνουν το όνειρο κι από τα δεύτερα την πραγματικότητα.
Μια άλλη διαφορά έγκειται στο γεγονός πως οι ουτοπίες ξεκινούν από μια προϋπόθεση που δεν είναι ρεαλιστική, όπως, π.χ. ότι ο Άνθρωπος είναι τέλειος, ή ότι είναι διατεθειμένος να είναι τέλειος και πως το μόνο που χρειάζεται είναι μια ώθηση.  Επίσης, οι ουτοπίες εστιάζουν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής τους σε ένα μόνο από τα πέντε στοιχεία που απαρτίζουν τις εντοπίες ή σε έναν από τους επιστημονικούς κλάδους μέσα από τους οποίους προσπαθούμε να τις κατανοήσουμε. Σε αντίθεση με την ουτοπία, η εντοπία προσπαθεί να διαπιστώσει πως είναι οι άνθρωποι και ο κόσμος που τους περιβάλλει και να συμβάλλει στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου ή ανθρωποκόσμου. Για να το πετύχει αυτό, η εντοπία βασίζεται σε μια συγκεκριμένη, συστηματική γνώση της κατάστασης όπως έχει τώρα, το 1966. Απ’ αυτή την άποψη, πατάει σ’ ένα στέρεο και σκληρό έδαφος για να απογειωθεί. Έτσι, η εντοπία μπορεί να προσελκύσει ακόμα και ανθρώπους σαν Λόρδο Macaulay, που είπε ότι «τέσσερα στρέμματα στο Μίντλσεξ είναι καλύτερα από ένα πριγκιπάτο στην Ουτοπία»4, ή σαν τον ποιητή William Wordsworth που έγραψε5:
Όχι στην Ουτοπία, σε υπόγεια χωράφια,
Ούτε σε κάποιο κρυφό νησί, Κύριος οίδε που!
Αλλά σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, που είναι ο κόσμος
Όλων μας – ο τόπος όπου, τελικά,
Είτε βρίσκουμε την ευτυχία, είτε δεν την βρίσκουμε ποτέ!

Είμαι τώρα έτοιμος να συνεχίσω τη συζήτηση ως προς το αν οι ουτοπίες έχουν αξία. Θα έλεγα πως η αξία τους αυξάνεται, αρκεί να είναι σωστή η σύλληψή τους. Το γεγονός, ωστόσο, πως οι ουτοπίες πραγματοποιούνται σήμερα ευκολότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν (έχω στο νου μου υλικά αγαθά, όπως τροφή και ρουχισμό και στέγαση για όλους), δημιουργεί έναν μεγάλο κίνδυνο: την αδυναμία του Ανθρώπου να ονειρευτεί έναν καλύτερο κόσμο υψηλότερης ποιότητας για τη ζωή του. Απ’ την άποψη αυτή, ο Άνθρωπος έχει τώρα ανάγκη, δίπλα στην εντοπία του, όσο το δυνατόν περισσότερες ουτοπίες, στην εντοπία του, όσο το δυνατόν περισσότερες ουτοπίες, και ιδιαίτερα ουτοπίες που αφορούν την ποιότητα ζωής.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο Άνθρωπος θα χρειαστεί μεγαλύτερη ικανότητα να ονειρεύεται ώστε να μη γίνει μηχανή-σκλάβος.
Με τον τρόπο αυτό, η εντοπία έχει ένα επιπρόσθετο καθήκον: να μας βοηθήσει να ονειρευτούμε και να δημιουργήσουμε ουτοπίες, όχι μόνο στα λόγια και στα σχέδια, αλλά και στην πράξη. Μια επιτυχημένη εντοπία θα πρέπει να γίνει το πλαίσιο για μια φυσιολογική ζωή αλλά και για όσο το δυνατόν περισσότερες ουτοπικές ομάδες, από παγανιστικά στρατόπεδα γυμνιστών μέχρι βαθιά θρησκευόμενες κοινότητες –αρκεί όλες τους να σέβονται τους βασικούς νόμους της εντοπίας.

Εντοπία και κοσμόπολη

Ο Άνθρωπος πολλές φορές έχει ονειρευτεί ένα ιδανικό κράτος, είτε σαν έναν παράδεισο, είτε σαν ένα βασίλειο των ουρανών, είτε σαν ένα βασίλειο πάνω στη γη, είτε, τέλος, σαν ένα οικουμενικό κράτος. Η τοποθεσία ήταν δεδομένη –η επιφάνεια της γης- αλλά η σύλληψη ήταν ασαφής και αφηρημένη. Η εντοπία καλύπτει τον ίδιο τόπο –την επιφάνεια της γης- αλλά, σε αντίθεση με την κοσμόπολη, δεν είναι ασαφής κι αφηρημένη· έχει πραγματικές διαστάσεις και σχήματα.
Η σύλληψη της ιδέας της κοσμόπολης είναι συνήθως ιδεαλιστική και περιορίζεται στις κοινωνικές πτυχές του προβλήματος της ενοποίησης όλων των κρατών αυτού του κόσμου. Αντίθετα, η σύλληψη της εντοπίας πρέπει να είναι πρακτική και να ασχολείται όχι μόνο με την κοινωνία αλλά και με τη φύση, τον άνθρωπο, τα δίκτυα και τα κελύφη ή, με άλλα λόγια, να ειδωθεί από την οικονομική, κοινωνική, πολιτική, τεχνολογική και πολιτισμική σκοπιά. Τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για την κοσμόπολη. Ο Άνθρωπος συνειδητοποιεί πως ζει σε μια κάψουλα που, λογικά, δεν πρόκειται να δεχτεί επίθεση απ’ έξω και πως έχει στη διάθεσή του όλα τα μέσα και τις δυνάμεις για να λύσει τα εσωτερικά προβλήματα και τις εντάσεις της. Αλλά η κοσμόπολη θέτει μόνο το εννοιολογικό πλαίσιο· το πραγματικό ζήτημα που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η οικουμενική πόλη στην αληθινή της σύλληψη. Η υλοποίησή της είναι η εντοπία.
Έτσι, μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα γίνει πραγματικότητα η κοσμόπολη, το όνειρο αυτό ενός ενιαίου κόσμου. Οι πόλεις του Ανθρώπου τείνουν η μια προς την άλλη, απλώνοντας τα πλοκάμια τους ώσπου, κάποια στιγμή τον 21ο αιώνα να συναντηθούν σ’ ένα διεθνές δίκτυο. Τότε, η πόλη θα έχει περάσει από το στάδιο του κυττάρου πάνω στη γη στο στάδιο που συνελήφθη εδώ και αιώνες ως κοσμόπολη, η οποία, όμως, τώρα παίρνει απλώς τη μορφή μιας παγκόσμιας πόλης με φυσική υπόσταση ή μιας οικουμενόπολης. Τότε ο πολιτισμός θα γίνει οικουμενικός και ο Άνθρωπος θα περάσει σε μια νέα εποχή της εξέλιξής του. Αν τώρα αυτό είναι για καλό ή για κακό, δεν το γνωρίζουμε. Εξαρτάται, όχι από το πλαίσιο και το μέγεθος τα οποία είναι αναπόφευκτα, αλλά από το κατά πόσον η εντοπία θα αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα, όλων των ανθρώπων, σε όλες τις περιοχές του πλανήτη προς όφελος του Ανθρώπου. Με τη σειρά του αυτό εξαρτάται από τη δομή και τη λειτουργία αυτού του νέου συστήματος και των στόχων που θα προσπαθήσει να κατακτήσει.
Η δομή των κυρίων ανθρώπινων οικισμών συχνά μας προκαλεί σύγχυση. Έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε την τάξη σε μικρούς χώρους, δωμάτια, σπίτια, γειτονιές και μικρές πόλεις, αλλά όχι πιο πέρα. Είναι ένα έργο που φοβόμαστε να αναλάβουμε. Αλλά το έργο δεν αλλάζει και η προσέγγισή μας παραμένει η ίδια. Ο χώρος χρειάζεται σωστή δόμηση που να καθορίζει τη σχέση της μιας μονάδας με την άλλη. Αυτό θα πρέπει να γίνει βάσει της ιεράρχησης των μονάδων και των μεταξύ τους σχέσεων. Μονάδες κατώτερης ιεραρχικής τάξης, όπως τα δωμάτια κι οι γειτονιές ανήκουν σε μονάδες υψηλότερης ιεραρχικής τάξης, όπως και τα σπίτια ή οι πόλεις. Το πώς αυτά διασυνδέονται εξαρτάται από τη μεταξύ τους σχέση. Σ’ ένα σπίτι, η κουζίνα δεν χρειάζεται να επικοινωνεί με την κρεβατοκάμαρα, αλλά κάθε γειτονιά χρειάζεται να συνδέεται με τις γειτονιές που την περιβάλλουν, διαφορετικά η πόλη δεν λειτουργεί σωστά. Με τον ίδιο τρόπο, όλες οι πόλεις θα πρέπει να διασυνδέονται μέσω ενός εθνικού δικτύου, και όλες οι χώρες και τα κράτη μέσω ενός διεθνούς. Όσο πιο στενές και εύκολες είναι οι σχέσεις, τόσο καλύτερη η λειτουργία και τόσο λιγότεροι οι κίνδυνοι.

Εντοπία και ιδανική πόλη

Ο Άνθρωπος έχει παλέψει επανειλημμένα με αυτό που, κατά κάποιο τρόπο, είναι η φυσική και υλική έκφραση της ουτοπίας –τη σύλληψη της ιδανικής πόλης, μια σύλληψη που ασχολείται πολύ περισσότερα με τα τούβλα και το κονίαμα παρά με τον Άνθρωπο και τους ανθρώπινους θεσμούς, αλλά που δεν παύει να αποτελεί στοιχείο του ανθρώπινου οικισμού. Ακόμα και άτομα που ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους αρχίζουν να πιστεύουν ότι οι πόλεις της ανθρωπότητας θα πρέπει να εκφράζονται με φυσικές μορφές, αν και κανείς ως τώρα δεν έχει δώσει μια μορφή σ’ αυτήν την πόλη· ούτε καν έχει επιμείνει στην ανάγκη της να πάρει μια μορφή. Ο Άνθρωπος εξακολουθεί να φαντάζεται τις πόλεις (σε σχέση με αυτό που πραγματικά είναι) σε μέγεθος μικρογραφίας. Η εντοπία θα πρέπει λοιπόν με τη μορφή της να καλύψει και αυτήν την πτυχή και να υλοποιήσει τα όνειρα του Ανθρώπου για μια ιδανική πόλη. Γι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, δεν θα πρέπει να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα. Οφείλουμε να δεχτούμε την πολύ μεγάλη πόλη ως σύλληψη γιατί είναι ήδη γεγονός, κι όσο δεν την αναγνωρίζουμε δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Καλούμαστε να δώσουμε μια πρακτική μορφή στην επερχόμενη οικουμενόπολη –την παγκόσμια πόλη- που θα βοηθήσει τον Άνθρωπο να επιζήσει και να πραγματοποιήσει τα ιδανικά του. Δεν θα πρέπει να φοβόμαστε το θέμα μας· έχουμε χρέος να το αντιμετωπίσουμε και να το δαμάσουμε, προτού εκείνο δαμάσει εμάς.
Τα μεγάλα μεγέθη των πόλεων και η δυναμική τους αύξηση είναι ήδη γεγονός· καθήκον μας είναι τώρα να οργανώσουμε αυτές τις μεγάλες πόλεις του Ανθρώπου και να τους δώσουμε μια δομή που θα τους επιτρέψει να λειτουργούν σωστά και να εξυπηρετούν τον Άνθρωπο. Αυτό σημαίνει πως η εντοπία θα πρέπει να δημιουργήσει το πλαίσιο για έναν πολύ τακτικό σχηματισμό της παγκόσμιας πόλης σε κάθε της επίπεδο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει αν ορίσουμε την οργάνωσή της, τις υποδιαιρέσεις της και την πυκνότητά της. Η σωστή σύλληψη του συνόλου θα μας βοηθήσει να ορίσουμε το ρόλο κάθε τμήματος και κάθε κυττάρου. Αυτό είναι το κομμάτι που θα πρέπει να συλλάβουμε στο όνομα όλων μας, γιατί μας αφορά όλους.
Ας αναρωτηθούμε τώρα τι συνέβη με την εμπειρία και τα όνειρα της ανθρωπότητας από τον Πλάτωνα μέχρι την Κηπούπολη του Howard και μέχρι τον Skinner και τους τόσους συγχρόνους μας που ονειρεύονται ως ιδανική τη μικρή ή την πολύ μικρή πόλη, ή που ονειρεύονται πως η μεγάλη πόλη δεν υφίσταται πλέον και πως η ζωή έχει επανέλθει στη μικρή στατική κοινότητα. Έχουν άδικο; Όχι, δεν έχουν άδικο σε ό,τι αφορά το μέγεθος των πόλεών μας. Πως θα ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ο Άνθρωπος έχει μακρά και ικανοποιητική πείρα από τη ζωή του σε μικρή κοινότητα. Αλλά έχουν άδικο σε ό,τι αφορά την επιθυμία τους να ξεφύγουν από την πραγματικότητα χτίζοντας τη μικρή τους κοινότητα απομονωμένη από τον κόσμο, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον λογικό. Και έχουν άδικο όταν συγχέουν τη μικρή πόλη που ονειρευόμαστε με τις μεγάλες αστικές περιοχές που υπάρχουν σήμερα, και όταν συγχέουν τη μία με την άλλη. Η εντοπία θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δημιουργία μικρών ανθρώπινων κοινοτήτων μέσα στις μεγάλες πόλεις. Αλλά και οι μεγάλες πόλεις πρέπει να μεγαλώνουν δυναμικά. Έχει άδικο ο Άνθρωπος να πασχίζει για μια στατική πόλη; Νομίζω πως έχει δίκιο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη χτίσουμε μια δυναμική πόλη που να αποτελείται από στατικά κύτταρα. Η εντοπία πρέπει να εξασφαλίζει τη δημιουργία δυναμικών πόλεων που θα χτίσουμε με στατικά κύτταρα, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί στους σημερινούς δυναμικούς οικισμούς, στη δυνάπολη, στη δυναμητρόπολη, κλπ., σε οικισμούς που βασίζονται σε προγραμματισμένη δυναμική μεγέθυνση, περιλαμβανομένης της δημιουργίας των νέων οικισμών υψηλότερης ιεραρχικής τάξης. Η λύση λοιπόν δεν είναι η αποκέντρωση αλλά ένας νέος συγκεντρωτισμός. Μέσα σε τέτοιου είδους στατικά κύτταρα θα μπορέσουμε να σώσουμε τον Άνθρωπο από την πόλη που θα τον συνθλίψει· εκεί η κοινότητα θα έχει την πλήρη ελευθερία να εκφραστεί και ο Άνθρωπος να ζήσει. Κάποια μέρα, αν ορισμένοι άνθρωποι φέρουν τα αυτοκίνητά τους στην περιοχή μιας τέτοιας κοινότητας την αποκλειστικά προορισμένη για τον άνθρωπο, θα τους περιγελάσουμε, όπως περιγελούμε σήμερα κάποιον που μπαίνει σ’ ένα σαλόνι με λασπωμένες μπότες.

Εντοπία 1966-2100

Θα πρέπει τώρα να συλλάβουμε και να χτίσουμε την εντοπία. Για να κάνουμε κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε μια συνταγή: από την πραγματικότητα, από την τοπία, ακόμα κι από δυστοπία, θα πάρουμε τα δεδομένα και τις διαστάσεις· από την ουτοπία, την επιθυμία να ονειρευόμαστε· από την ευτοπία, το περιεχόμενο του ονείρου· από την κοσμόπολη, το πλαίσιο· και από τις ιδανικές πόλεις, τα κύτταρα του οργανισμού που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε σ’ ένα σχέδιο, αλλά όχι σ’ έναν τρόπο ζωής· αυτό θα το αποφασίσει ο καθένας μας χωριστά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα σχέδιο για το πλαίσιο που θα δώσεις τους ανθρώπους τη δυνατότητα μιας καλύτερης και πιο ευτυχισμένης ζωής.
Η εντοπία πρέπει να συλληφθεί ως έννοια και να χτιστεί με λογισμό και μ’ όνειρο. Ο λογισμός δεν μπορεί να εισαχθεί στο πλαίσιό μας αν δεν του δώσουμε διαστάσεις, και αν δεν προχωρήσουμε σε μετρήσεις όλων των διαστάσεων στο χώρο και το χρόνο. Σε μια πρόσφατη συνάντηση, μ’ έπιασε απελπισία όταν άκουσα έναν νεαρό ειδικό να προτείνει οι πεδιάδες  να αφεθούν στην καλλιέργεια κι εμείς να χτίσουμε τις πόλεις μας στις βουνοπλαγιές, όπως γινόταν παλιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η κατάσταση έχει αλλάξει από την εποχή που τα χωριά χτίζονταν στα βουνά για ασφάλεια και για να αποφύγουν την ελονοσία. Συστήματα βιομηχανίας και επικοινωνιών δεν μπορούν να δημιουργηθούν στις βουνοπλαγιές, κι ακόμα και για περιοχές κατοικιών κάτι τέτοιο είναι τόσο ασύμφορο που μόνον οι πολύ πλούσιοι –ή οι πολύ φτωχοί, που στερούνται εγκαταστάσεων- μπορούν να ζήσουν εκεί. Η εντοπία θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα πολύ ειδικών μετρήσεων και υπολογισμών.
Οι ειδικές μετρήσεις οδηγούν σε συγκεκριμένα μεγέθη και μορφές, αλλά οι οικισμοί μας είναι δυναμικοί και μεταβάλλονται. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι, σε αντίθεση με την ουτοπία, που μπορεί να οδηγεί ή να μην οδηγεί σε μια ιδανική και τελική κατάσταση, η εντοπία έχει συγκεκριμένο μέγεθος και μορφή σε κάθε δεδομένη στιγμή. Θα εξελίσσεται συνέχεια, κι όταν πάψει να εξελίσσεται θα επέλθει ο θάνατος ολόκληρου του οργανισμού. Αυτή η συνεχής σειρά εντοπιών μπορεί να ονομαστεί x, y, z. Αλλά οι εντοπίες πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιδέες εκ των προτέρων, τις δεδομένες στιγμές Α,Β,C. Έτσι, κάθε εντοπία εκφράζεται με δύο ημερομηνίες, της σύλληψης, ή και των δυο. Βάσει αυτών των ιδεών, η εντοπία πρέπει συνεχώς να αναθεωρείται. Αυτό που κάνω λοιπόν εδώ είναι να εισαγάγω ένα σύστημα για την ανάπτυξη της ιδέας της εντοπίας.
Η εντοπία πρέπει να μεριμνά για την ευημερία και την ευτυχία του Ανθρώπου. Οφείλει επομένως να φροντίζει και τα πέντε στοιχεία του ανθρωπόκοσμου –τη φύση, τον άνθρωπο, την κοινωνία, τα κελύφη και τα δίκτυα- και να εξασφαλίζει τη σύνθεσή τους. Στο βιβλίο του για την αυτοανανέωση, ο John W. Gardner λέει ότι «μπορεί να είναι δυνατόν για ένα φτωχό κράτος να τρέφει την ψευδαίσθηση πως η ευτυχία είναι απλώς οι ανέσεις και οι απολαύσεις και η αφθονία των πάντων. Αλλά εμείς το δοκιμάσαμε αυτό, καθ ξέρουμε την αλήθεια»6. Αν και πιστεύω πως συμφωνώ κατ’ ουσίαν με όσα λέει ο Gardner, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν αφθονία των πάντων –δεν έχουν ένα φυσιολογικό περιβάλλον, μια ανθρώπινη κλίμακα, μια υγιή πόλη, έναν ήσυχο δρόμο. Αν τα πάντα είναι ένα συγκεκριμένο είδος, ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, δεν υπάρχει κάποια σύνθεση που να τα μετατρέπει σ’ ένα σύνολο. Η εντοπία θα πρέπει να το εξασφαλίσει αυτό.
Σκεπτόμενοι έτσι, δεν θα παραβλέψουμε καμία πτυχή του συνολικού προβλήματος. Όταν, πέρσι, τελείωσα την παρουσίαση ενός καινούργιου ρυθμιστικού σχεδίου και προγράμματος για το Ρίο ντε Τζανέιρο στο οποίο, μεταξύ άλλων, πρότεινα να εξαλειφθούν οι φτωχογειτονιές, οι φαβέλες, μου τέθηκε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: «Και τότε ποιός θα γράφει τις σάμπες;» Με άλλα λόγια, είμαστε βέβαιοι ότι η ψυχή του Ανθρώπου μπορεί να εκφραστεί εξίσου καλά αν αυτός ζει σε ένα σύγχρονο συγκρότημα κατοικιών; Είναι άραγε η φτωχογειτονιά και τα βάσανά της που οδηγούν στη σάμπα, ή μήπως η ανθρώπινη κλίμακα που τη στερούνται τα μοντέρνα οικοδομικά έργα; Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά ερωτήματα που αφορούν την ανοικοδόμηση του σκληρού μέρους του ανθρωπόκοσμου, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται απλώς για το κέλυφος του μαλακού μέρους, δηλαδή του ανθρώπου. Οι δικές του αντιδράσεις είναι που έχουν πρωτεύουσα σημασία. Όταν μελετάμε τη σύνθεση, δεν θα ρέπει να ξεχνάμε ότι δεν αρκεί να τοποθετούμε όλα μας τα στοιχεία στη σειρά· οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το ένα συναντά και συγχωνεύεται με το άλλο – ο Άνθρωπος με τον Άνθρωπο, ο Άνθρωπος με τη Φύση, την Κοινωνία, τα Κελύφη και τα Δίκτυα. Σ’ αυτά τα σημεία συνάντησης βρίσκονται οι δυσκολίες αλλά και το ενδιαφέρον –η πλατιά θάλασσα ή μια μεγάλη πεδιάδα δεν έχει τόσο ενδιαφέρον όσο η ακτή, εκεί που τα κύματα σπάνε πάνω στα βράχια. Η προσέγγισή μας δεν θα είναι ίδια για όλα τα στοιχεία και όλους τους μεταξύ τους συνδυασμούς. Θα πρέπει να είμαστε πολύ συντηρητικοί όταν ασχολούμαστε με τον Άνθρωπο –να τον αφήνουμε να αποφασίζει για την εξέλιξή του- και πολύ επαναστατικοί όταν ασχολούμαστε με τα δίκτυα που είναι τόσο νεαρά ακόμη ώστε δεν έχουμε προλάβει να τα αναπτύξουμε προς όφελος του Ανθρώπου. Η παρέμβασή μας πρέπει να έχει σχέση με την ηλικία του στοιχείου με το οποίο κάθε φορά ασχολούμαστε· όσο μεγαλύτερο είναι σε ηλικία, τόσο λιγότερο πρέπει να το αλλάζουμε.
Θα πρέπει τώρα να συλλάβουμε μια συγκεκριμένη εντοπία. Για πρακτικούς λόγους, μια τέτοια εντοπία φαίνεται να τοποθετείται τέσσερις ή πέντε γενιές μετά τη δική μας. Θα  μπορούσε να είναι η εντοπία 1966-2100. Το έτος 2100 δεν έχει κάποια συμβολική σημασία· φτάνει να αναλογιστούμε πως είναι πολύ διαφορετικό για τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους ή τους Κινέζους. Είναι, ωστόσο, μια χρονολογία πέρα από τη διάρκεια της ζωής έστω και των νεότερων από μας (και επομένως βρίσκεται στη χώρα των ονείρων), αλλά όχι και τόσο μακρινή ώστε να είναι τόσο νεφελώδης που να μη σημαίνει τίποτα.
Ωστόσο, μ’ όλο που η χρονολογία δεν είναι συμβολική, πρόκειται για μία σημαντική στιγμή στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Το 2100 θα έχουμε πιθανότατα εισέλθει σε μια νέα φάση της εξέλιξής της. Ο πληθυσμός θα είναι πάλι στατικός, μια και θα έχει επέλθει μια νέα ισορροπία με τον γήινο χώρο –η ίδια ισορροπία που υπήρχε στο παρελθόν μεταξύ της πόλης και του κράτους, του πύργου και του φέουδου. Ως τότε, οι τοπικοί και αυτόχθονες πολιτισμοί καθώς και οι εθνικές κουλτούρες θα έχουν εκλείψει, όπως επιβεβαίωσε ο Claude Levi-Strauss στις εορταστικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια του Smithsonian Institution. Ο κόσμος, είτε για καλό είτε για κακό, θα έχει πλέον ενοποιηθεί. Έτσι, η επιλογή της εντοπίας 2100 δεν είναι απλώς λογική από την άποψη του ανθρώπου του 1966, αλλά είναι και ιδιαίτερης σημασίας γιατί σηματοδοτεί τη νέα φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, τη φάση της παγκόσμιας πόλης, της οικουμενόπολης, για την οποία θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Για να γίνει αυτό, οφείλουμε να αποδεχτούμε το γεγονός ότι: είναι αναπόφευκτο η πόλη αυτή να γεννηθεί. Και άρα θα πρέπει να πάψουμε να φοβόμαστε τη μεγάλη πόλη που χτίζουμε και να προσπαθήσουμε να της δώσουμε την κατάλληλη μορφή, ασχολούμενοι με κάθε ένα από τα στοιχεία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου